Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Ένα τριαντάφυλλο στη βροχή


Ένα πτώμα κείτεται νεκρό σε ένα στενό της Πλάκας. Βρέχει ασταμάτητα. Ένα νεαρό ζευγάρι περπατάει προς τα κει, γελώντας. Η χαρά τους, όμως, κόβεται μόλις αντικρίζουν το νεκρό γυναικείο σώμα. Πάνω της είναι αφημένο ένα τριαντάφυλλο, ενώ το αίμα που χύνεται από το κεφάλι της έχει πια ανακατευτεί με το νερό της βροχής και προκαλεί μια παράξενη αίσθηση. Το ζευγάρι αμέσως καλεί την αστυνομία, η οποία δεν αργεί να φτάσει. Δίνει τα στοιχεία του στους αστυνομικούς και ύστερα φεύγουν.
Σύντομα καταφθάνει και ο ντεντέκτιβ Νικόδημος, γνωστός από τις επιτυχημένες υποθέσεις που αναλαμβάνει. Εξετάζει προσεκτικά το πτώμα. «Ετών 35. Χτύπημα στο πίσω μέρος της κεφαλής και σημάδια πάλης. Γρατζουνιές στο δεξί της καρπό. Ύποπτο που φοράει κοντομάνικο μέσα στο χειμώνα. Ύποπτο και το τριαντάφυλλο.» ενημερώνει τους υπολοίπους. Η νεαρή κοπέλα μεταφέρεται στον ιατροδικαστή για περαιτέρω εξέταση, ενώ δύο αστυνομικοί παραμένουν στο σημείο του εγκλήματος έπειτα από διαταγή του ντεντέκτιβ. «Ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στο τόπο του εγκλήματος, όσο κλισέ κι αν σας ακούγεται» διευκρίνισε.
Τέσσερεις  μέρες μετά, το πόρισμα από τον ιατροδικαστή είχε βγει. Η γυναίκα φαίνεται να είχε δεχτεί βιασμό λίγες ώρες πριν το θάνατό της. Ίχνη σπέρματος είχαν βρεθεί κοντά στο κόλπο της. DNA άγνωστης ταυτότητας είχε εντοπισθεί και στα νύχια της. Το όνομά της ήταν Κλειώ Σταθάκη. Την έψαχναν οι γονείς της σε όλα τα νοσοκομεία και δυστυχώς την είχαν ανακαλύψει. Η μητέρα της, η Ευανθία ενημέρωσε τον αστυνομικό για τις επαφές που είχε. Έβγαινε μόνο με τη κολλητή της, την Ράνια, και  τη μεγαλύτερη αδερφή της, την Κατερίνα. Και οι δύο ήταν παντρεμένες, γι’ αυτό οι βόλτες τους ήταν περιορισμένες. Η Κλειώ ήταν δασκάλα και ήταν αφοσιωμένη στο έργο της. Ο ντεντέκτιβ ένιωθε πως κάτι περίεργο συνέβαινε. Άλλωστε υπήρχε και το τριαντάφυλλο, που δεν είχε αναφέρει σε κανέναν. Κάλεσε για ανάκριση τη Ράνια και την Κατερίνα, αλλά δεν έβγαλε άκρη.
Είχε περάσει μια βδομάδα ακριβώς  και οι έρευνες στο περίγυρο της Κλειούς  έμοιαζαν άκαρπες. Ήταν μεσάνυχτα και  το τηλέφωνο του ντεντέκτιβ Νικόδημου χτύπησε. Ήταν οι αστυνομικοί που βρίσκονταν στο σημείο του εγκλήματος. «Έρχομαι αμέσως» είπε βιαστικά. Φόρεσε το παλτό του και βγήκε από το σπίτι του. Μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόταν εκεί. Οι αστυνομικοί κρατούσαν με χειροπέδες έναν τύπο με καπαρντίνα γύρω στα πενήντα. «Περνούσε από το σημείο του εγκλήματος κρατώντας ένα τριαντάφυλλο και το άφησε ακριβώς εκεί που βρήκαμε το πτώμα» είπε με μια ανάσα ο ένας αστυνομικός και πνίγηκε από τα ίδια του τα λόγια. «Στο τμήμα, αμέσως. Φωνάξτε και τους συγγενής της κοπέλας» διέταξε ο ντεντέκτιβ. Ο νεαρός άνδρας δεν έφερε αντίσταση. Τους ακολούθησε με πλήρη ψυχραιμία. Είχε το κεφάλι κατεβασμένο.

«Ομολόγησε» φώναξε ο ντεντέκτιβ, μόλις έκλεισε την πόρτα του γραφείου του. «Εγώ το έκανα» είπε κλαψουρίζοντας ο νεαρός. Έξω από το γραφείο ακούγονταν φωνές. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Κατερίνα. «Σπύρο;» είπε γουρλώνοντας τα μάτια. «Την προηγούμενη μέρα της είχαμε κάνει προξενιό με ένα φίλο μου. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Δε θα άφηνα κανέναν να την ακουμπήσει. Μόνο εγώ. Η Κατερίνα με πίεσε να της τον γνωρίσουμε. Θα είναι δική μου για πάντα. Ακούτε;» τσίριξε ο Σπύρος. Όλοι βρίσκονταν στην πόρτα και άκουγαν σιωπηλοί. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Μόνο η Ευανθία του όρμηξε. «Άρρωστε! Μας κατέστρεψες. Με αηδιάζεις!» ούρλιαξε και τον χαστούκισε. Εκείνος έμεινε στη θέση του ατάραχος.

Το σπίτι


Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό που ξανάβλεπε αυτό το σπίτι. Όλα έμοιαζαν πρωτόγνωρα σ’ αυτόν. Από μικρός ήθελε να ανακαλύψει τι κρύβει αυτό το μυστήριο σπίτι στην οδό Ερωφίλης και τώρα πια είχε φτάσει η στιγμή να το ανακαλύψει. Χάζεψε για λίγα λεπτά την σιδερένια και πρασινωπή από τη φθορά καγκελόπορτα της αυλής. Τα σχέδια του ήταν περίτεχνα και θύμιζαν παλιά εποχή. Προσπάθησε να την ανοίξει, όμως κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, καθώς τον εμπόδιζαν τα χόρτα που ορθώνονταν σαν αγρίμια. Ο κήπος ήταν φανερά απεριποίητος. Όταν επιτέλους άνοιξε την πόρτα ένιωσε έναν τρόμο στην ψυχή του από τη θέα της αυλής. Λασπωμένες πλάκες, ξεραμένα φύλλα, δέντρα που νόμιζες ότι θα έπεφταν με ένα απλό αεράκι. Περπάτησε με βήματα αργά, που σχεδόν τα έσερνε, πάνω στις λιγοστές πλάκες που σχημάτιζαν ένα δήθεν διάδρομο προς τα σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου.

Το βλέμμα του πάγωσε στην πόρτα του σπιτιού. Προσπάθησε να την πλησιάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Σκόνταφταν στα σκαλοπάτια που χώριζε το σώμα του από την πόρτα. Ένιωθε μικροσκοπικός μπροστά σε αυτήν. Προσπάθησε να ακουμπήσει το μπρούτζινο πόμολο που διακοσμούσε την πόρτα, όταν ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο από πίσω του που τον τάραξε και αναπήδησε από τη θέση σου. Όταν συνειδητοποίησε πως δεν ήταν παρά μια παλιά ξύλινη σκάλα που είχε πέσει στην αυλή από τον αέρα, γύρισε και κοίταξε και πάλι το πόμολο. Η πόρτα δεν έμοιαζε κλειδωμένη και από το σπασμένο τζάμι της, που αποκάλυπτε ελαφρώς το εσωτερικό του σπιτιού, κατάλαβε πως πολλοί είχαν προσπαθήσει να την ανοίξουν. Όμως κάτι μέσα του τον εμπόδιζε και δε μπορούσε να την ανοίξει. Γύρισε για μια τελευταία φορά να κοιτάξει πίσω του μήπως τον παρακολουθούσε κανείς. Ήταν μόνος και σε λίγο ο ήλιος θα έδυε. Τώρα ήταν η ευκαιρία του να μπει και να ανακαλύψει αυτό που τόσο καιρό λαχταρούσε. Τι ήταν αυτό το σπίτι; Γιατί ήταν τόσα χρόνια εγκαταλελειμμένο και κανείς από την παρέα του δε τολμούσε να μπει; Γύρισε αποφασιστικά προς την πόρτα. Άρπαξε το πόμολο και το γύρισε ελαφρά προς τα δεξιά. Έβαλε όλη τη δύναμη του σώματος του πάνω στην πόρτα για να καταφέρει να την ανοίξει και έκλεισε τα μάτια. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν έτοιμος να αντικρύσει αυτό που έκρυβε εκείνο το αρχοντικό σπίτι. Άνοιξε αργά τα βλέφαρά του και επιβεβαίωσε το χειρότερο του φόβο. Δε θα ήταν εύκολη υπόθεση.

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

«Οι δράκοι των ονείρων μας»


Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και έτρεξε με φόρα στο παράθυρο. Όχι, ο κήπος της δεν ήταν καλυμμένος με ένα πορφυρό στρώμα χαλικιών, ούτε ξάπλωναν πάνω τρεις δράκοι. Το ζωηρό πρόσωπό της χλόμιασε. Ήθελε τόσο πολύ να έβγαιναν αληθινά τα όνειρά της. Ήταν τόσο ζωντανά και όμορφα, που η Μαρκέλλα κάθε πρωί ξυπνούσε με την ίδια λαχτάρα –τα όνειρά της να μετατρέπονταν σε πραγματικότητα. Πάντα η ίδια απογοήτευση. Ειδικά, όταν η μητέρα της της φώναξε πως σε δέκα λεπτά πρέπει να είναι έτοιμη για το σχολείο, μαράζωσε. Σχολείο! Ποιος θα μπορούσε να πάει σχολείο μετά από τέτοια εμπειρία. Γιατί για εμπειρία πρόκειται.
Μόλις τα μάτια της έκλειναν κάθε βράδυ, συλλογιζόταν τα παραμύθια που της διάβαζε η γιαγιά της, λίγο πριν ταξιδέψει στον ουρανό. Έτσι της είχαν πει. Στον ύπνο της, όμως την ξανασυναντούσε και ήταν οι μόνες στιγμές που έβλεπε τον εαυτό της με ένα χαμόγελο που σχεδόν πονούσε τα μάγουλά της. Η γιαγιά της κατέβαινε από τον ουρανό πάνω στην πλάτη ενός δράκου και στεκόταν κάτω από το παράθυρό της. Την φώναζε τόσο δυνατά, που φοβόταν μήπως ξυπνούσαν οι γονείς της και δεν την άφηναν να βγει στο κήπο και να παίξει με τους δράκους. Έπειτα, με απόλυτη ησυχία άνοιγε τα παράθυρό της και γλιστρούσε πάνω στη ράχη του Κάλιου του Καρδινάλιου. Έτσι είχε ονομάσει το δικό της δράκο, γιατί είχε μούσι και της θύμιζε γέρο σοφό άνθρωπο. Ο δράκος της γιαγιάς της λεγόταν Νούλης ο Κοκκινούλης. Όχι επειδή ήταν κόκκινος, αλλά διότι δε μπορούσε να ελέγξει τη φωτιά που έβγαζε από το στόμα του και έκανε άθελά του το κήπο του σπιτιού να πυρακτώνει.  Ο τρίτος και μικρότερος δράκος ήταν πολύ ατσούμπαλος και ζωηρός. Της θύμιζε τον εαυτό της και γι’ αυτό τον είχε ονομάζει Φόζος ο Φασαριώζος. Μαζί του έπαιζε συνέχεια μέχρι να εξαντληθεί.
 Μετά από τέτοια κούραση πού καιρός για το σχολείο. Έβαλε τα ρούχα της με κινήσεις που σχεδόν φάνταζαν σαν τις επιτηδευμένα αργές σκηνές του κινηματογράφου. Άρπαξε την τσάντα της και κατέβηκε στην κουζίνα. Ήθελε να διηγηθεί στη μητέρα της τα παιχνίδια που έκανε με τους δράκους, αλλά πάλι δε θα την πίστευε και θα έλεγε πως απλά ήταν ένα όνειρο. Προτίμησε να μη μιλήσει και να περιμένει το σχολικό να κορνάρει και να τη βγάλει από το βάσανό της. Δεν άργησε να γίνει. Μόλις έφτασε στο σχολείο όλα της φαίνονταν βαρετά. Παιδιά που έλεγαν πως χτες έπαιξαν μπάλα και καυχιόντουσαν για τα γκολ τους, παιδιά που συζητούσαν για τα μαθήματα του σχολείου, παιδιά που φώναζαν και γελούσαν με ανόητα ανέκδοτα. Αν ζούσαν έστω και λίγο από αυτά που ζούσε εκείνη κάθε βράδυ, δε θα ασχολούνταν με τόσο ασήμαντα πράγματα. Ήξερε σε ποιον θα μιλούσε. Στη δασκάλα της. Αυτή πάντα την καταλάβαινε και της έλεγε την αλήθεια. Περίμενε υπομονετικά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα. Εντάξει, δεν ήταν υπομονετική. Τα πόδια της χόρευαν σε έναν απίστευτο ρυθμό και η καρδία της κόντευε να τρελαθεί από τους δυνατούς χτύπους. Προσπάθησε να ηρεμήσει, ζωγραφίζοντας ένα δράκο στο τετράδιό της. Η Μελίνα, που καθόταν δίπλα της, της είπε πως δεν υπάρχουν δράκοι και πως θα έπρεπε να ήταν αφελής αν πίστευε κάτι τέτοιο. Έκλεισε τα αυτιά της και έκανε πως δεν την άκουγε. Συνέχισε να ζωγραφίζει.

Η ώρα έφτασε και  πετάχτηκε από το θρανίο της. Η δασκάλα της χαμογέλασε. Ήξερε τι θα της έλεγε. Κάθισαν σε μια γωνία του προαυλίου και της τα διηγήθηκε όλα με τόσες λεπτομέρειες σα να μην της είχε ξαναπεί τίποτα γι’ αυτή την ιστορία. Ύστερα της είπε πως κανείς δε την πίστευε ακόμα. Η δασκάλα έπιασε από το χέρι τη Μαρκέλλα, την πήγε στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου και της έδωσε το παραμύθι «Οι δράκοι των ονείρων μας». Την κοίταξε με συνωμοτικό βλέμμα και της είπε: «Κι όμως υπάρχουν δράκοι».

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Παραμυθένια Πένα

Το βιβλίο αυτό στη βιβλιοθήκη τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Ήταν μια μέρα δύσκολη, από εκείνες τις μέρες που νιώθεις πως όλα είναι τόσο μάταια γύρω σου κι έτσι αποφάσισα να πάω στη δημοτική βιβλιοθήκη της περιοχής μου να ξεχαστώ με καμιά ιστορία. Κατέφευγα συχνά εκεί. Μα όσες φορές κι αν είχα πάει, εκείνο το βιβλίο πρώτη φορά το αντίκριζα. Έκανα βόλτες στους διαδρόμους όταν ξαφνικά σταμάτησα και παρατήρησα ένα ογκώδες πολύχρωμο βιβλίο. Είχε τόσα χρώματα όσα ένα ουράνιο τόξο. Το κατέβασα από το ράφι και προς έκπληξή μου παρατήρησα πως δεν είχε ούτε τίτλο ούτε το όνομα κάποιου συγγραφέα. Πήγα κάπου απόμερα για να το ξεφυλλίσω. Οι πρώτες 10 σελίδες ήταν γραμμένες, ενώ ακολουθούσαν πολλές λευκές. Αυτό που διάβασα και έζησα δε θα το πιστέψετε. Μα, αν αμφιβάλλετε για όσα θα σας πω, μπορείτε να πάτε κι εσείς στη βιβλιοθήκη αυτή και να διαπιστώσετε πως όλα είναι αλήθεια.
Μέσα σε αυτό το βιβλίο ήταν γραμμένα μερικά παραμύθια. Η «Χιονάτη», η «Κοκκινοσκουφίτσα», η «Πεντάμορφη και το Τέρας» και άλλα πολλά, που αμυδρά θυμάμαι. Οι ιστορίες αυτές ήταν γραμμένες στο χέρι και όχι εκτυπωμένες, όπως άλλωστε έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα άλλα βιβλία. Και δεν είχαν το συνηθισμένο τέλος που όλοι ξέρουμε. Οι ιστορίες τελείωναν πάντα με τους κακούς να συμφιλιώνονται με τους καλούς και να έχουν όλοι μαζί ένα ευτυχισμένο τέλος. Στη «Χιονάτη», για παράδειγμα, διάβασα πως η ίδια συμφιλιώθηκε με τη μητριά της και ζήσανε όλοι μαζί στον ίδιο πύργο. Καθώς τα διάβαζα, λοιπόν, βρισκόμουν και εγώ η ίδια μέσα στα παραμύθια και τα ζούσα. Γνώρισα τους νάνους, το λύκο, τον κυνηγό που έσωσε την κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της, την Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων και τη γάτα με το τεράστιο χαμόγελο. Μίλησα με το Τέρας, που στο τέλος τα βρήκε με τη γιαγιά που τον είχε καταραστεί, έφαγα μαζί με τον Ρομπέν των Δασών και έκανα σκι με τη πριγκίπισσα του Χιονιού. Ανέβηκα στο χαλί του Αλλαντίν και συνάντησα τον Αλή Μπαμπά, ο οποίος μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε πείσει τους 40 κλέφτες να μην κλέβουν πια.

Όταν τα γραμμένα παραμύθια τελείωσαν, γύρισα και πάλι πίσω στη βιβλιοθήκη και μπροστά μου εμφανίστηκε μία πένα με ένα σημείωμα τυλιγμένο γύρω της. Άνοιξα το σημείωμα διακριτικά. «Όλα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να έχεις θέληση. Λίγο μαγικό μελάνι και πολλή φαντασία, μπορούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Γράψε κι εσύ μια ιστορία για να ζήσουν ΟΛΟΙ καλά και εσύ ακόμη καλύτερα». Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισα να γράφω για τα τρία γουρουνάκια, που έγιναν φίλοι με τον λύκο και κάθε μέρα έπαιζαν μαζί κάθε λογής παιχνίδια. Έπαιξα κι εγώ λίγο μπάλα μαζί τους κι έπειτα επέστρεψα στη βιβλιοθήκη και πάλι. Και η μαγική πένα είχε εξαφανιστεί. Έβαλα το βιβλίο στη θέση του και γύρισα σπίτι μου. Τώρα ξέρω πως η ζωή δεν είναι μάταιη. Μπορώ κι εγώ με λίγη φαντασία και πολλή θέληση να την κάνω πιο χαρούμενη για όλους. Μπορείς κι εσύ, αρκεί να το πιστέψεις. Κι αν πας σε κείνη τη βιβλιοθήκη, πρόσεξε καλά να μην σε καταλάβουν οι άλλοι άνθρωποι τριγύρω. Θα είναι το μικρό μας μυστικό.

Χορεύοντας με τα δελφίνια

Ο Νίκος άνοιξε με μιας τα μάτια του όταν άκουσε τον κόκορα της γιαγιάς του να κακαρίζει. Έπρεπε να τρέξει στην παραλία κάτω από το σπίτι του. Ο φίλος του, ο Μάκης, θα τον περίμενε ήδη για να μπουν στη θάλασσα. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Είχαν ένα μυστικό από όλους. Η παραλία ήταν γεμάτη μικρά δελφίνια τόσο φιλικά που δε χόρταιναν παιχνίδια μαζί τους. Ευτυχώς βρίσκονταν στον δεύτερο κολπίσκο δεξιά της κεντρικής παραλίας, όπου κανείς δεν πήγαινε εκεί. Περνούσαν πολύ όμορφα.
Έβαλε το μαγιό του και συνάντησε το Μάκη μπροστά από το ζαχαροπλαστείο. Βούτηξαν αμέσως και ξεκίνησαν το κολύμπι. Σε λίγα λεπτά είχαν βρεθεί στην πλάτη ενός δελφινιού, του μικρότερου από όλα, που τον είχαν ονομάσει Κάπτεν Φασαριόζο, γιατί όλο έβγαινε από το νερό και έκανε κωλοτούμπες, ταράζοντας τα νερά. Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά από την αδρεναλίνη. Έκαναν μακροβούτια και ξαπλωτές, ύπτιο και ανάποδες και ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν τα πιο όμορφα ζώα που είχαν δει ποτέ τους. Σε κανέναν δεν είχαν αποκαλύψει το μυστικό τους.
 Μια μέρα όμως, ο Κάπτεν Φασαριόζος βρέθηκε στην κεντρική παραλία. Οι κάτοικοι του χωριού τον ανακάλυψαν και έντρομοι βγήκαν από τα νερά. Ο Νίκος και ο Μάκης φοβήθηκαν πως θα του έκαναν κακό. Έτσι κι έγινε. Το χωριό συνεδρίασε και αποφάσισε να στείλει τους καλύτερους κολυμβητές και ψαροτουφεκάδες να τα σκοτώσουν, ώστε να μπορούν και πάλι να βουτούν στη θάλασσα χωρίς να φοβούνται.
Οι δύο φίλοι έπρεπε να αντιδράσουν, αλλά ήταν παιδιά και κανείς δεν θα τους άκουγε. Τα δελφίνια τους ήταν τόσο όμορφα και ευγενικά και δε θα πείραζαν κανέναν. Δε θα το καταλάβαινε κανείς. «Οι μεγάλοι είναι ξεροκέφαλοι» σκέφτηκαν. Αποφάσισαν, όμως, να μιλήσουν στους γονείς τους, μήπως κι εκείνοι τους βοηθούσαν. Μόλις έμαθαν ότι κάθε μέρα έπαιζαν μαζί τους χωρίς να τους πουν τίποτα, εκείνοι τους έκλεισαν στα σπίτια και τους απαγόρεψαν να βγουν.
Το επόμενο πρωί είχε αποφασιστεί το κυνήγι των δελφινιών και έπρεπε να αντιδράσουν. Μόλις όλοι πήγαν στην παραλία και ετοιμάστηκαν για την αποστολή, οι δυο φίλοι το έσκασαν από τα σπίτια τους με τα ποδήλατα. Ανέβηκαν σε ένα βουνό και κατέβηκαν προσεκτικά από ένα στενό μονοπάτι που οδηγούσε στον κολπίσκων των δελφινιών. Η λύση που σκέφτηκαν ήταν να προσπαθήσουν να τα απομακρύνουν όσο πιο πολύ μπορούσαν. Προσπάθησαν, αλλά αρκετά μέτρα μακριά τους έπιασε φουρτούνα. Οι κολυμβητές και οι ψαροτουφεκάδες, που μόλις είχαν αρχίσει να φαίνονται από μακριά, φοβήθηκαν και βγήκαν στη στεριά. Ο Νίκος έπεσε από την πλάτη του Κάπτεν Φασαριόζου και άρχισε να παλεύει με τα κύματα. Ο Μάκης κατάφερε να γυρίσει πίσω και ειδοποίησε το χωριό πως ο Νίκος είναι στη θάλασσα και προσπαθεί να βγει. Ένας θαρραλέος κολυμβητής βούτηξε στη θάλασσα και κατευθύνθηκε προς το Νίκο. Όμως, τα κύματα ήταν μεγάλα και δεν είχε ορατότητα. Το χωριό ήταν ανήσυχο. Είχαν περάσει ώρες και δεν είχαν σημάδια ζωής από το Νίκο. Ενώ όλοι είχαν απογοητευτεί κι ακόμα περισσότερο οι γονείς του, ένα δελφίνι φάνηκε κοντά στην παραλία. Ανασηκώθηκαν και το στόχευσαν με καλάμια και τουφέκια. Ετοιμάστηκαν να του ρίξουν, μα έκπληκτοι είδαν πως στην πλάτη του δελφινιού ήταν ο Νίκος.
«Ο Κάπτεν Φασαριόζος!» αναφώνησε ο Μάκης και όλοι κατέβασαν τα όπλα τους.

Ο πατέρας του Νίκου μπήκε στα νερά και τράβηξε από την πλάτη του δελφινιού το Νίκο. Το δελφίνι έβγαλε μια κραυγή και ο πατέρας του το χάιδεψε. Ύστερα γύρισε την πλάτη του και με μια εντυπωσιακή βουτιά χώθηκε ανάμεσα στα κύματα. Έδωσαν στο Νίκο τις πρώτες βοήθειες και αμέσως συνήλθε. Το χωριό είχε μείνει άφωνο. Δεν περίμεναν πως τα δελφίνια ήταν τόσο φιλικά. Από εκείνη τη μέρα οι κάτοικοι του χωριού έκαναν το μπάνιο τους στην παραλία με συντροφιά δέκα όμορφα δελφίνια. Ένα πρωινό του Αυγούστου δεν εμφανίστηκαν κοντά στη στεριά. Κανείς δεν τα ξαναείδε από τότε. Ο Νίκος και ο Μάκης με κιάλια  προσπαθούσαν να τα εντοπίσουν. Ίσως να τους φάνηκε από μακριά πως είδαν τον Κάπτεν Φασαριόζο να χοροπηδάει στα κύματα. Ίσως και όχι. Μα θα ‘θελαν πολύ να τα ξαναέβλεπαν.

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...