Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Χωρίς επιστροφή...


Η Χάνα είχε κρεμαστεί από παράθυρό της. Ήταν η ώρα που τα παιδιά σχολούσαν από τα σχολεία και περνούσαν για να πάνε στα σπίτια της. Εκείνης της είχαν απαγορέψει να πηγαίνει στο σχολείο. Είχε κρεμάσει την ποδιά της μπροστά από την ντουλάπα και την κοιτούσε με νοσταλγία. Μπορεί να μην ήταν από τις καλές μαθήτριες και να παραπονιόταν διαρκώς για τη δεσποινίς Ειρήνη που ήταν αυστηρή, αλλά της έλειπε πολύ. Και πιο πολύ η αγαπημένη της φίλη, η Κατερίνα. Είχε να την δει από εκείνη τη φρικτή μέρα που ο διευθυντής εισέβαλε στο μάθημα της γεωγραφίας και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της δασκάλας της. ύστερα εκείνη τη διέταξε να μαζέψει τη σάκα της και να πάει σπίτι.
Στα κάγκελα την περίμενε ο πατέρας της, ο Αβρααμ. Στο δρόμο για το σπίτι όλο ήθελε να ρωτήσει γιατί έπρεπε να τη διώξουν, όμως το λυπημένο πρόσωπο του πατέρα της την απέτρεψε. Από εκείνη τη μέρα δεν της μιλούσε καμία συμμαθήτριά της. Την κοιτούσαν με απέχθεια και η Χάνα δεν καταλάβαινε. Μόνο η Κατερίνα την είχε πλησιάσει κάτω από το παραθύρι της και της είπε πως κάποιος Χίτλερ, ένας κακός, απαγόρευε σε πολλά παιδιά να πάνε σχολείο. Η Χάνα ήξερε πως είναι διαφορετική. Αλλά νόμιζε πάντα πως ήταν κάτι καλό να είσαι Εβραίος.
Ξαφνικά όλοι γύρισαν εναντίον της και το έβλεπε μέρα με τη μέρα. Ένα πρωινό ο μπαμπάς της έφυγε για τη δουλειά. Ύστερα από μία ώρα γύρισε και πάλι σπίτι.
«Δε θα ξαναπάω» μουρμούρισε με κατεβασμένο το κεφάλι στη Σάρα τη μητέρα της και η Χάνα κρυφάκουσε.
Η Σάρα υπάκουη του έβαλε να φάει ένα πιάτο ρεβίθια. Παλιά τα ρεβίθια ήταν πιο νόστιμα. Τώρα ήταν ένα νερόζουμο που η Χάνα σιχαινόταν. Το έτρωγε όλο όμως για να μη δυσαρεστήσει τη μαμά της. καταλάβαινε πως τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα για εκείνους. Εκείνο το βράδυ κρυφάκουσε και πάλι τους δικούς της.
«Η αδερφή μου είπε πως πρέπει να πάμε στην Αγγλία. Τα πράγματα στην Ευρώπη δεν πάνε καλά. Τους μαζεύουν σε στρατόπεδα, λέει» ψιθύρισε η Σάρα για να μην ακούσει η κόρη της.
«Εδώ είναι όλη μας η ζωή, αγάπη μου»
«Ποια ζωή; Σε απέλυσαν από τη βιομηχανία, η Χάνα δεν πάει σχολείο και σήμερα δε μας έδωσαν δελτίο για ψωμί. Πως θα ζήσουμε;» έβαλε τα κλάματα.
«Έχει ο θεός. Θα ψάξω αλλού δουλειά» απάντησε ο Αβρααμ.
«Δε θα συμφωνήσεις, αλλά θα πάει στην Ερριέτα να ζητήσω δουλειά» είπε και ο άντρας της κούνησε το κεφάλι λυπημένος.
Ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν και δεν ήθελε να δουλεύει η γυναίκα του, κάτι έπρεπε να γίνει. Την επόμενη μέρα η Χάνα χωρι΄ς να πει τίποτα βγήκε από το παράθυρό της και έκανε μια βόλτα. Έφτασε ως την Πλατεία Αριστοτέλους, ένιωσε τον αέρα της γλυκιάς της θάλασσας. Τα πόδια της όμως την οδήγησαν έξω από το παλιό γνώριμο σχολείο. Σε δέκα λεπτά θα σχολούσαν τα παιδιά και ήθελε να δει την Κατερίνα. Ο διευθυντής του σχολείου την είδε από το γραφείο του και βγήκε έξω.
«Δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ. Μας μολύνεις το σχολείο» είπε και τα λόγια του ήταν μαχαιριά στην μικρή καρδιά της.
Χώθηκε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε κρυφά. Μόλις αντίκρισε την Κατερίνα, την μόνη της ελπίδα, βιάστηκε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη έκανε πως δεν την είδε. Την σκούντηξε στο ώμο.
«Οι γονείς μου μου απαγορεύουν να σου μιλάω. Δεν θέλω, αλλά…»
Τα πόδια της Χάνας άρχισαν να τρέμουν. Τι είχε κάνει και κανείς δεν την ήθελε; Τι έφταιγε που γεννήθηκε Εβραία; Ο γυρισμός στο σπίτι ήταν δύσκολος. Ένιωθε ένα βάρος μέσα της και δεν ήξερε πως θα αντίκριζε τη μητέρα της. θα είχε καταλάβει σίγουρα την απουσία της. Λίγα στενά πιο κάτω αντίκρισε έναν ζητιάνο, που είχε το χέρι του αναποδογυρισμένο και ζητούσε από τους περαστικούς. Αμέσως μια ιδέα της βάλθηκε στο μυαλό. Κάθισε σε μια γωνιά και έκανε ό, τι έκανε και κείνος. Της φάνηκε πως πέρασε μια μέρα ολόκληρη που καθόταν εκεί κι όμως μόνο ένα κέρμα είχε πέσει. Ένα κέρμα από έναν ηλικιωμένο κύριο με περίεργα γυαλιά. Περπατούσε στο δρόμο με ένα μπαστούνι.
Μόλις είδε έναν άντρα ψηλό με στρατιωτική στολή να μιλάει δυνατά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε σηκώθηκε και το βαλε στα πόδια.
Είχε νύχτώσει όταν μπήκε από το παράθυρό της στο σπίτι. Βγήκε στην κουζίνα και είδε τους γονείς της σκυφτούς στο τραπέζι. Αυτή τη φορά είχε σούπα με κρεμμύδι. Ούτε που είχαν καταλάβει την απουσία της ή μάλλον ούτε που έδωσαν σημασία στην παρουσία της στο σαλόνι. Η Σάρα σχεδόν μηχανικά σηκώθηκε και της έβαλε ένα πιάτο φαί.
«Αν πουλήσω τα αργόχειρα της μαμάς μου;» έσπασε τη σιωπή η Σάρα.
«Είμαστε Εβραίοι, Σάρα. Είμαστε εβραίοι. Κανείς δε θα τα πάρει, να πάρει η ευχή» φώναξε με μια αλλόκοτη δύναμη ο πατέρας της και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Η Σάρα βάλθηκε να κλαίει βουβά, αλλά η Χάνα δεν ήξερε ποιον έπρεπε να ηρεμήσει. Αν μπορούσε δηλαδή. Γιατί κι η ίδια δεν είχε δύναμη να στηρίξει κανέναν. Ήθελε όμως. Ειδικά τη μαμά της που σπάνια την έβλεπε να χάνει το χαμόγελό της. Πριν έρθουν οι γερμανοί στην Ελλάδα, συνήθιζε πάντα να της λέει «Ό, τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό, μπιζελάκι μου. Να το θυμάσαι» και με τα χέρια της προσπαθούσε να κάνει τα χείλη της μικρής να χαμογελούν. Τώρα που ήταν αυτή η μαμά; Ποιος της είχε στερήσει το δικαίωμα να χαμογελάει;
***
Ήταν Δευτέρα πρωί. Η Χάνα σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβατάκι της. Χάιδεψε τη σχολική της ποδιά και μελαγχόλησε. Δεν υπήρχε λόγος να ξυπνάει. Δεν είχε σχολείο και δεν μπορούσε καν να φάει πρωινό. Το γάλα και  οι φέτες με ψωμί και μαρμελάδα είχε αντικατασταθεί με βραστό νερό. Η Σάρα καθόταν στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και έκλαιγε. Η Χάνα την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκέινη δε σάλεψε. Σα μαριονέτα αφημένη κοιτούσε το κενό. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο μπαμπάς της.
«Μας απαγόρεψαν και την έξοδο από τη χώρα. Και να θέλαμε να πάμε στην Αγγλιά δε γίνεται. Σάρα, μήπως πρέπει να κρυφτούμε;» της είπε σε ένα τόνο περιέργως γλυκό.
Η Σάρα όμως δεν κουνήθηκε και πάλι.
«Να μου πεις ποιος θα μας κρύψει;» γέλασε πικραμένος.
Η μέρα κύλησε χωρίς κανείς να μιλάει. Η Χάνα για πρώτη φορά μαγείρεψε. Είχε δει πολλές φορές τη μαμά της να το κάνει, αλλά δεν το είχε προσπαθήσει. Η κοιλιά της γουργούριζε όπως κάθε στιγμή της μέρας και έπρεπε να κάνει κάτι, γιατί η μαμά της ήταν σαν άγαλμα στο ίδιο σημείο. Μόλις ακούμπησε τα πιάτα με τη σούπα, η Σάρα έδωσε σημεία ζωής.
«Θα μας πάρουν και εμάς;»
«Δε γίνονται αυτά στην Ελλάδα. Δεν μπορεί. Θα πέσει ο Χίτλερ σύντομα θα δεις. Όλα θα γίνουν όπως πριν» την καθησύχασε.
«Θα μας πάρουν» συνέχισε απτόητη.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και χτύπησε η πόρτα δυνατά. Μια φράση ακούστηκε στα γερμανικά και μια στα ελληνικά. «Ανοίξτε». Ύστερα δύο άντρες μπήκαν μέσα και χωρίς να ρωτήσουν άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι. Ο ένας πήρε ένα κόσμημα της μαμάς.
«Οι εβραίοι δεν αξίζουν να έχουν τίποτα πολύτιμο» είπε ο Έλληνας και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Ήρθαν και την επόμενη μέρα. Η πόρτα χτύπησε πιο δυνατά και ο Αβραάμ άνοιξε. Εκείνη τη μέρα όμως τους εμπόδισε. Ο Γερμανός κάτι μουρμούρισε και ο Ελληνας μας είπε να βάλουμε μερικά πράγματα σε μια βαλίτσα. Θα μας πήγαιναν σε ένα ασφαλές μέρος με το τρένο. Ο Αβραάμ όμως δεν πίστεψε τα δήθεν ευγενικά λόγια τους. Η Σάρα άρχισε να κλαίει βουβά.
«Δεν πάμε πουθενά. Εδώ είναι το σπίτι μας» είπε σοβαρά ο Αβραάμ.
Ο Γερμανός γύρισε το όπλο του και τον βάρεσε στο πόδι.
«Ό, τι και να κάνετε, δε φεύγουμε» συμπλήρωσε πιάνοντας το πόδι μου για να σταματήσει την αιμοραγία.
Η Σάρα άρχισε να κλαίει δυνατά και η Χάνα κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Γερμανός άρχισε να φωνάζει στα γερμανικά και ο Έλληνας τους προειδοποίησε πως έχουν μια ώρα να φτιάξουν τη βαλίτσα, αλλιώς θα είχαν κακά ξεμπερδέματα. Η Σάρα σήκωσε τον άντρα της και τον παρακάλεσε να ηρεμήσει. Ο Αβραάμ όμως βρήκε ευκαιρία και έδωσε μια μπουνιά στον γερμανό. Εκείνος χωρίς οίκτος τράβηξε την σκανδάλη και τον πυροβόλησε. Αυτή τη φορά στην καρδιά. Ο Αβραάμ έπεσε κάτω αναίσθητος. Η Σάρα και η Χάνα έτρεξαν δίπλα του και σπάραξαν. Με την απειλή του όπλου τις διέταξαν να απομακρυνθούν και να φτιάξουν τη βαλίτσα. Υπάκουσαν.
Η Χάνα έβαλε μέσα και τη σχολική της ποδιά. Ήξερε πως δε θα της χρειαζόταν, αλλά ήξερε πως ό, τι και να έπαιρναν μαζί τους ήταν μάταιο. Άλλωστε τίποτα δε θα χρησιμοποιούσαν. Σε λίγα λεπτά μάνα και κόρη ήταν έτοιμες. Έτοιμες για ένα ταξίδι με τρένο με μια βαλίτσα στο χέρι. Ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.



Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

«Μόνη…Εκεί»


«Τρέξε» φώναξε ο Νίκος και η Μυρτώ δεν ήξερε τι συνέβαινε. Έβλεπε αστυνομικούς να πλησιάζουν και κείνη ανήμπορη να κινήσει τα πόδια της κοκάλωσε εκεί. Αν δεν αντιδρούσε, θα την έπιαναν. Της ήταν όμως αδύνατον. Γύρω της όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι. Φωνές, σειρήνες και τρεχαλητά. Και εκείνη εκεί. Ακούνητη.


***
Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου και η Μυρτώ θα πήγαινε Δευτέρα Λυκείου. Μισούσε τη δουλειά του πατέρα της. Ήταν πρέσβης. Κάθε χρόνο σχεδόν άλλαζε  χώρα, γειτονιά, σχολείο και το σημαντικότερο άλλαζε φίλους. Δεν ήταν και ιδιαίτερα κοινωνική και το να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολο. Τώρα είχαν γυρίσει επιτέλους στην Ελλάδα για ένα χρόνο και τουλάχιστον θα μπορούσε να μιλάει τη γλώσσα της. Την πρώτη μέρα στο σχολείο δε θα την ξεχάσει με τίποτα. Κανείς δεν της μίλησε. Μόνο την κοίταζαν περίεργα από πάνω ως κάτω. Στην τάξη της εντόπισε τον Νίκο. Έναν συμμαθητή της πολύ όμορφο. Ίσως να ήταν και λίγο ψώνιο, καθώς το υφάκι του ήταν περίεργο προς τις κοπέλες. Σήκωνε το φρύδι και μιλούσε με μια επιτηδευμένη χοντρή φωνή. Για κάποιο λόγο όμως η Μυρτώ γοητεύτηκε. Δεν της έριξε ως το τέλος ούτε μια ματιά όμως. Η ζωή της ήταν βαρετή. «Κοίτα η καινούρια κάθεται όλο μόνη της» άκουγε να ψιθυρίζουν τα παιδιά μεταξύ τους. Δεν ήθελε να είναι μόνη, αλλά κανείς δεν την πλησίαζε. Ηθελε έστω μια παρέα, ένα συμμαθητή να κάθεται δίπλα της στο θρανίο. Κανείς.
Οι μέρες κυλούσαν βασανιστικά. Ήδη είχε περάσει ένας μήνας από την μετακόμισή τους και η κατάσταση στο σχολείο δεν έλεγε να αλλάξει. Που και που ο Νίκος της έριχνε κάτι κλεφτές ματιές, αλλά νόμιζε πως θα ήταν καταλάθος. Μιλούσε σε άλλες κοπέλες και την ψιλοκοίταζε διακριτικά. Ίσως ήταν η ιδέα της, μα η καρδιά της χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς όταν περνούσε από δίπλα του. Πως είχε γίνει αυτό. Ούτε μια κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει κι όμως ένιωθε πως τον ήθελε όσο κανέναν άλλοτε. Η πρώτη κίνηση δεν άργησε  να γίνει.
Μια μέρα την ώρα που σχολούσαν την πλησίασε εκείνος. Άρχισε να νιώθει τα πόδια της να τρέμουν. Η φωνή της νόμιζε πως δε θα έβγαινε. Ξερόβηξε διακριτικά και έγλειψε τα χείλη της. Τι θα του έλεγε; Ευτυχώς έσπασε εκείνος τη σιωπή.
«Το βράδυ αράζουμε με τα παιδιά στο παρκάκι εδώ δίπλα. Αν θες έλα κι εσύ. Κατά τις 8» είπε με το γνωστό γοητευτικό τρόπο.
Δεν πρόλαβε η Μυρτώ να απαντήσει και είχε χαθεί στο βάθος. Χασκογέλαγε με τους κολλητούς του και απομακρύνθηκε. Εκείνη στάθηκε για λίγο στην καγκελόπορτα του σχολείου. Τι είχε συμβεί; Της είχε ζητήσει ραντεβού; Μα όχι. Θα ήταν και οι φίλοι του. Ίσως ντρεπόταν να της πει να πάνε κάπου οι δυό τους. Ούτε. Ο Νίκος δε θα ντρεπόταν.
«Την πέφτει σε όλες και μόλις πάρει αυτό που θέλει εξαφανίζεται» ψιθύρισε συνομωτικά η Ντίνα που της μιλούσε για πρώτη φορά.
«Τι; Όχι. Εγώ…» προσπάθησε να πει αλλά μπουρδούκλωσε τα λόγια της.
«Μην ντρέπεσαι όλες τα έχουμε περάσει αυτά. Ειδικά με το Νίκο»
Η Μυρτώ χαμήλωσε το κεφάλι και χάθηκε στις σκέψεις της. Δε θα πήγαινε. Θα ήταν μία από τις πολλές και δεν ήθελε. Προτιμούσε να κάτσει στο σπίτι της και να διαβάσει τα βιβλία της. Της είχαν κρατήσει συντροφιά πολλές μέρες μοναξιάς. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη απομακρυνθεί από τη Ντίνα και τραβούσε προς το σπίτι της. Οι ώρες μέχρι το βράδυ δεν περνούσαν. Λίγη ώρα πριν πέσει ο ήλιος μηχανικά σηκώθηκε και ντύθηκε. Κοιτάχτηκε στο καθρέπτη και σουλούπωσε τα μαλλιά της. Ύστερα κάθισε και έπιασε το βιβλίο της. Δε θα πήγαινε. Αλλά γιατί είχε ντυθεί; Κατά βάθος ήθελε, αλλά δεν έπρεπε. Σηκώθηκε και ξερόβηξε. Θα έλεγε στους γονείς της ότι θα πάει να βρει μια φίλη της. έκανε ένα βήμα για να ανοίξει την πόρτα της. κοίταξε το πόμολο και χάθηκε στις σκέψεις της. Κάτι της έλεγε μέσα της να μην πάει. Στο καλό. Θα πήγαινε και ό, τι γινόταν. Κάθε φορά δεν κερδίζει κάτι με το να αναλύει τις καταστάσεις.
Για πότε είπε ψέματα στη μαμά της και για πότε βρέθηκε λίγα βήματα μακριά από το πάρκο ούτε που το κατάλαβε. Ήθελε να γυρίσει πίσω αλλά ήταν αργά. Ο Νίκος την εντόπισε από μακριά και σήκωσε το χέρι του ψηλά για να τον αναγνωρίσει. Φυσικά και τον είχε δει. Η κορμοστασιά του ξεχώριζε από μακριά. Πήγε κοντά και ο Νίκος την σύστησε σε όλους τους φίλους του. Δε θυμόταν τα ονόματα, γιατί από τη στιγμή που την έπιασε από τον ώμο η Μυρτώ πάγωσε. Απλά έδινε μηχανικά το χέρι της. Ο Νίκος της μιλούσε με μια οικειότητα που της της έμοιαζε πρωτόγνωρη. Λες και ήταν φίλοι πολύ καιρό τώρα.
«Καπνίζεις Μυρτώ;» ρώτησε και τέντωσε το χέρι του προσφέροντας ένα πακέτο τσιγάρα.
«Ό..Όχι» τόλμησε να πει.
«Χάνεις» συνέχισε και της έκλεισε το μάτι.
Σίγουρα θα την πέρασε για ξενέρωτη. Όλοι σχεδόν οι συμμαθητές της κάπνιζαν. Ακόμη και τα κορίτσια. Εκείνη δεν είχε δοκιμάσει ποτέ. οι γονείς της άλλωστε ήταν αντικαπνιστές και κάτι τέτοιο θα ήταν σκάνδαλο γι’ αυτούς. Δεν ήθελε να τους σταναχωρήσει.
«Έι! Είσαι καλά;» την έβγαλε από τις σκέψεις της ο Νίκος.
«Να πω την αλήθεια δεν έχω δοκιμάσει ποτέ. Θα ήθελα όμως»
Ο Νίκος χαμογέλασε και οι φίλοι του τον σκούντηξαν συνωμοτικά. Αμέσως ο Νίκος της έδωσε ένα. Εκείνη το έβαλε στα χείλη της και ο Νίκος της το άναψε. Τράβηξε μια γερή τζούρα και άρχισε να βήχει σα να πνίγεται. Τα μάτια της κοκκίνισαν και δάκρυσαν. Όλοι γελούσαν. Είχε γίνει περίγελος. Μα εκείνος την ακούμπησε στον ώμο και της είπε να μη ταράζεται. Πάντα έτσι γίνεται στην πρώτη τζούρα. Εκείνη με σιγουριά δοκίμασε κι άλλη τζούρα και το πνίξιμο ήταν λιγότερο. Δεν ήξερε αν την άρεσε η γεύση του, μα το τσιγάρο το έκανε όλο. Ένιωσε μια ζάλη και ζήτησε να κάτσει στο παγκάκι. Εκείνος σηκώθηκε παραχωρώντας τη θέση του. Μόλις συνήλθε ανακοίνωσε πως θα έφευγε γιατί ήταν ήδηδ αργά. Ο Νίκος της πρότεινε να την πάει σπίτι αλλά εκείνη αρνήθηκε. Της είπε πως κάθε μέρα την ίδια ώρα θα βρίσκονται στο πάρκο και πως θα ήταν ευπρόσδεκτη.

Έφυγε χαμογελώντας του και είχε άγχος μήπως την καταλάβαιναν οι γονείς της. σταμάτησε στο περίπτερο και αγόρασε ένα πακέτο τσίχλες για τη μυρωδιά. Ευτυχώς δεν την κατάλαβαν, μα δεν είχε ξαναπεράσει τόσο άγχος στη ζωή της.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο τα βλέμματα με τον Νίκο ήταν πολλά. Τα μάγουλά της πονούσαν από το αμήχανο χαμόγελο. Νόμιζε πως όλοι την είχαν καταλάβει. Φυσικά και το απόγευμα βρισκόταν στο γνωστό πλέον σημείο. Στο παρκάκι στις 8. Και πάλι είχε ανάψει ένα τσιγάρο και ένιωθε να το συνηθίζει σιγά σιγά. Με τις μέρες άρχισε να δένεται με την παρέα του Νίκου. Γελούσαν με την ψυχή τους και ο Νίκος δεν έχανε ευκαιρία να την ακουμπάει, να την κοιτάει και να την χαιδεύει. Ένιωθε πως εκείνη η κοπέλα στο σχολείο είχε πει χαζομάρες από τη ζήλεια της. της φαινόταν πραγματικά υπέροχος.
Μια μέρα, Παρασκευή ήταν, είχε το ελεύθερο από τους γονείς της να αργήσει λιγάκι παραπάνω. Για πρώτη φορά ήταν χαρούμενη που η κόρη τους είχε βρει «φίλες» και περνούσε καλά. Ήταν ήσυχοι βέβαια που τους έλεγε ότι μαζεύονταν σε σπίτια. Η Μυρτώ όμως στο παρκάκι. Πήγε και τους βρήκε. Ο Νίκος της πρότεινε να μην μείνουν μαζί με τα παιδιά και να πάνε μια βόλτα. Φυσικά και δέχτηκε και οι δυο τους βρέθηκαν να περπατούν στα πεζοδρόμια, να μιλούν για τις ζωές τους. Κυρίως η Μυρτώ μιλούσε για το πόσο μισούσε τη δουλειά του μπαμπά της.
«Πρέπει να είσαι ευγνώμων που έχεις πατέρα. Εγώ δεν τον γνώρισα ποτέ» είπε με σκυμμένο κεφάλι ο Νίκος.
«Συγγνώμη, δεν ήξερα» προσπάθησε να δικαιολογηθεί, αλλά τα μάτια του είχαν ήδη βουρκώσει.
Η Μυρτώ σταμάτησε να περπατά. Ο Νίκος με μιας έπεσε στην αγκαλιά της. τότε ήταν που την φίλησε για πρωτη φορά. Ούτε που θυμόταν για πόση ώρα βρισκόντουσαν σε εκείνο το σημείο. Η Μυρτώ έτρεμε στην αρχή, αλλά μετά αφέθηκε στα χείλη του. Εκείνος άρχισε να την χαιδεύει και να την αγγίζει παντού μέσα στη μέση του δρόμου.
«Μας βλέπουν» αντέδρασε η Μυρτώ.
Εκείνος αναζητώντας τα χείλη της και πάλι δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να την χαιδεύει.
«Πάμε πίσω στα παιδιά;» αποφάσισε να ξεστομίσει.
Της άρεσε να βρίσκεται μαζί του, αλλά στα αυτιά της ηχούσαν τα λόγια εκείνης της κοπέλας: «Την πέφτει σε όλες και μόλις πάρει αυτό που θέλει εξαφανίζεται». Ο Νίκος την πήρε τρυφερά από το χέρι και πήγαν πάλι πίσω στο πάρκο. Εκεί βρίσκονταν ακόμη τα παιδιά. Γελούσαν ασταμάτητα και χωρίς λόγο και δεν τους πρόσεξαν κάν όταν πλησίασαν.
«Μην τους παρεξηγείς. Έχουν καπνίσει» της είπε ο Νίκος.
«Μα κι εγώ καπνίζω που και που, αλλά δεν κάνω έτσι» απόρησε η Μυρτώ.
«Όχι, δεν κατάλαβες. Καπνίζουνε μπάφο»
«Αυτό βρωμάει τόση ώρα;»
«Λέω να κάνω κι εγώ. Θες να δοκιμάσεις;»
Η Μυρτώ πισωπάτησε και τον έσπρωξε ελαφρά για να απεγκλωβιστεί από την αγκαλιά του.
«Όχι, Νίκο, υπάρχουν και κάποια όρια. Εγώ δεν..»
«Μα δεν είναι κακό. Αν δοκιμάσεις θα το καταλάβεις.»
«Καλύτερα να πηγαίνω. Έχει αρχίσει και με ζαλίζει η μυρωδιά του»
Η Μυρτώ έφυγε και άκουσε πίσω της να φωνάζει το όνομά της. για δύο μέρες τον απέφευγε. Στο σχολείο δεν έβγαινε στο διάλειμμα και στο πάρκο δεν πήγε. Μέχρι που την Τρίτη μέρα την πέτυχε στο σχόλασμα και την παρακάλεσε να μιλήσουν. Ήθελε να τον συγχωρέσει που την πίεσε να κάνει. Της υποσχέθηκε πως δε θα το ξαναέκανε ποτέ. Αλλά θα ήθελε να έρχεται στο πάρκο για να την βλέπει.  Η Μυρτώ δεν ήθελε πολύ για να πειστεί. Άλλωστε τον είχε καψουρευτεί πολύ από την πρώτη κι όλας μέρα και θα έκανε τα πάντα γι αυτόν.
Ξαναπήγε στο πάρκο και κάθε μέρα σχεδόν βρισκόταν εκεί. Πήγαιναν βόλτες, φιλιούντουσαν και αγκαλιαζόντουσαν. Περπατούσαν και μιλούσαν για διάφορα θέματα. Μια μέρα την πήγε σε ένα λόφο σκοτεινό, που φαινόντουσαν τα αστέρια και το φεγγάρι. Οι δυό τους σε ένα παγκάκι. Την φιλούσε και τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί της σαν να το άγγιζαν για πρώτη φορά. Όμως δεν έμεινε στα αγγίγματα. Έβαλε το χέρι του κάτω από τη φούστ της και εκείνη παγωμένη τον άφησε να της κάνει ό, τι ήθελε.
«Μη φοβάσαι» της ψιθύρισε.
Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον. Για πότε έγινε ό, τι έγινε δεν το κατάλαβε. Ήταν η πρωτη της φορά και δεν πόνεσε σχεδόν καθόλου. Ήταν μια μαγική στιγμή που θα την κρατούσε μέσα της. ένιωθε πως είχε δεθεί ακόμα πιο πολύ μαζί του.
«Έχεις έρθει και με άλλα κορίτσια εδώ;» δείλιασε η Μυρτώ να ρωτήσει.
«Θα σου πω την αλήθεια. Έχω έρθει με κάποιες κοπέλες, αλλά δεν είναι το ίδιο. Μαζί σου νιώθω αλλιώς»
«Αυτά τα λες σε όλες έτσι;»
«Δε σε είχα για κορίτσι με ανασφάλειες. Δε μου έχεις γκρινιάξει ποτέ όσο είμαστε μαζί»
Η Μυρτώ κοκκάλωσε. Τι εννοούσε πως ήταν μαζί; Είχαν σχέση; Δεν είχε ειπωθεί ποτέ τίποτα και πάντα περίμενε να το ακούσει από τα χείλη του. Ήθελε να σηκωθεί, να φωνάξει πως τον θέλει μόνο για εκείνην, πως είναι η πιο ευτυχισμένη κοπέλα. Μετά από τόσα χρόνια που περιπλανιέται στις διάφορες χώρες, έγινε κάτι καλό. Βρήκε κάποιον να νιώσει ό, τι της έλειπε. Έσκυψε και τον φίλησε. Ήθελε να το ξεστομίσει, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ήταν ερωτευμένη, αλλά δε θα του το έλεγε.
«Δε θα ξαναγίνει. Στο υπόσχομαι. Κάνει κρύο. Πάμε προς τα κάτω;»
«Θες να πάμε στα παιδιά; Απλά ίσως «καπνίζουν» πάλι και δε θέλω  να αισθανθείς άσχημα»
Η Μυρτώ τον έπιασε από το χέρι και του χαμογέλασε. Η ζωή της ήταν υπέροχη. Πέρασαν πολλές τέτοιες μέρες μαζί. Ανέβαιναν στο λόφο τους ή πήγαιναν στο σπίτι του Νίκου, όταν έλειπε καμιά φορά η μαμά του. Κι ύστερα έβρισκαν το παιδιά στο πάρκο και κάπνιζαν κανένα τσιγαράκι κανονικό όσο τα παιδιά βρισκόνταν στο δικό τους κόσμο. περνούσε όμορφα η Μυρτώ. Είχε φίλους να γελάει και μιλάει. Ο Νίκος της φερόταν υπέροχα.
Όλα όμως στη ζωή της έμελλε να ανατραπούν, γιατί η μοίρα της δε θα την άφηνε ήσυχη. Ήταν Τετάρτη πριν κλείσουν τα σχολεία για Χριστούγεννα. Η Μυρτώ θα πήγαινε για ψώνια με τη μαμά της και μετά θα έλεγε κλασσικά ψέματα πως θα πάει βόλτα με τις φίλες της. έτσι κι έγινε και η Μυρτώ βρέθηκε στις 8.30 στο παρκάκι. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και μόλις σκοτείνιασε για τα καλά και άδειασαν οι δρόμοι από κόσμο, τα παιδιά έβγαλαν τα συνηθισμένα τους τσιγάρα. Η Μυρτώ είχε συνηθίσει τη μυρωδιά και δε τη ζάλιζε πια, μα εκείνη τη μέρα ήθελε να φύγει με το Νίκο. Είχε αποφασίσει να του μιλήσει για τα συναισθήματά της. ήταν ερωτευμένη και δεν ήθελε να το κρύβει άλλο. Όσο και να τον παρακαλούσε να πάνε μια βόλτα, ο Νίκος έλεγε πως περίμενε ένα φιλαράκι και έπρεπε να μείνουν εκεί για λίγο ακόμη. Ήταν ασυνήθιστα περίεργος. Κουνούσε τα πόδια του νευρικά, ξερόβηχε και έγλειφε τα χείλη του από αμηχανία. Κάτι τον βασάνιζε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Το τηλέφωνό του χτύπησε και εκείνος τραντάχτηκε από τη θέση του.
«Ναι…Μάλιστα… από πίσω.. Ναι έρχομαι αμέσως.» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Νίκος. Βεβαίωσε τη Μυρτώ πως θα επιστρέψει αμέσως. Ήθελε να δώσει κάτι σε ένα φιλαράκι του.
Η Μυρτώ ένιωθε πολύ περίεργα. Είχε ένα παράξενο συναίσθημα που κατέκλυζε όλο της το σώμα. Θα συνέβαινε κάτι κακό. Μπα. Ιδές της θα ήταν. Έπρεπε να ηρεμήσει.
Ξαφνικά άκουσε περιπολικό να πλησιάζει. Όλοι οι φίλοι του Νίκου πετάχτηκαν από το παγκάκι. Έσβησαν τα τσιγάρα τους και κοιτούσαν γύρω γύρω.
«Που είναι ο Νίκος;» της είπε ο ένας.
Εκείνη τπου έδειξε από πού είχε φύγει ο Νίκος και εκείνος έτρεξε προς τα κει. Η Μυρτώ δεν καταλάβαινε. Αφού είχαν σβήσει το τσιγάρι τι φοβόντουσαν τόσο πολύ. Μια σειρήνα ήταν. Ο Νίκος εμφανίστηκε. Οι σειρήνες έγιναν πιο πολλές.
«Πρέπει να την κάνουμε» έλεγαν και ξανάλεγαν μεταξύ τους. αστυνομικοί φάνηκαν από μακριά να κατεβαίνουν από τα αμάξια τους.
«Τρέξε» φώναξε ο Νίκος και η Μυρτώ δεν ήξερε τι συνέβαινε. Έβλεπε αστυνομικούς να πλησιάζουν και κείνη ανήμπορη να κινήσει τα πόδια της κοκκάλωσε εκεί. Αν δεν αντιδρούσε, θα την έπιαναν. Της ήταν όμως αδύνατον. Γύρω της όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι. Φωνές, σειρήνες και τρεχαλητά. Και εκείνη εκεί. Ακούνητη.
***
Η Μυρτώ καθόταν στο αστυνομικό τμήμα. Ο διοικητής την κοιτούσε περίεργα. Περπατούσε πάνω κάτω στο δωμάτιο και την περιεργαζόταν.
«Ώστε δεν ξέρεις τον Νίκο Σταματάκη;»  είπε και σήκωσε το φρύδι του.
«Μπορώ να τηλεφωνήσω στους γονείς μου; Δεν κατάλαβα γιατί με κρατάτε με χειροπέδες.» αναστέναξε η Μυρτώ.
«Είναι στο δρόμο. Θα στεναχωρηθεί ο κύριος Πρέσβης αν μάθει ότι η κόρη του είχε μπλέξει με έμπορο ναρκωτικών»
«Έμπορο; Τι;» γούρλωσε τα μάτια της και προσπάθησε να κουνηθεί από την καρέκλα της.
«Δε σου είχε πει το αγόρι σου ότι η μάνα του έπαιζε όλα τα λεφτά της στο καζίνο και εκείνος πουλούσε ναρκωτικά για να ζήσει; Ξέρεις ποσο καιρό προσπαθούμε να τον πιάσουμε επ αυτοφόρω αλλά όλο μας ξεφεύγει;»
«Δεν σας πιστεύω. Αποκλείεται» ούρλιαξε η Μυρτώ.
Άρχισε να κλαίει δυνατά και να φωνάζει αν την αφήσουν, γιατί δεν έκανε τίποτα κακό.
Σε λίγο οι γονείς τη βρίσκοντας δίπλα της. ο διοικητής μιας και δεν είχε λόγο να κρατάει τη νεαρή την άφησε με τη συμβουλή αν μάθει κάτι να συνεργαστεί μαζί τους και να τους το πει.
Η Μυρτώ γύρισε σπίτι και για μέρες βρισκόταν κλεισμένη μέσα. οι γονείς της αν και είχαν ανησυχήσει με όλα αυτά που έγιναν, δεν ήθελαν να την πιέσουν να τους μιλήσει ακόμα. Διάβαζε βιβλία όλη μέρα και βούρκωνε διαρκώς. Δεν έτρωγε πολύ. Ο Νίκος δεν είχε φανεί. Δεν της είχε στείλει ούτε ένα μήνυμα, ουτε ένα τηλέφωνο. Ούτε εκείνη προσπάθησε να επικοινωνήσει. Μόλις πέρασαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, η Μυρτώ δεν τον είδε στο σχολείο. Πέρασε από το πάρκο τη γνωστή ώρα, αλλά ούτε εκεί φάνηκε κανείς από την παρέα. Ένιωθε ένα κενό μέσα της. και το χειρότερο ήταν πως δεν πρόλαβε να του πει ούτε ότι ήταν ερωτευμένη. Και ήθελε τόσο πολύ. Ένα απόγευμα πήγε στο παγκάκι τους με ένα βιβλίο της και κάθισε να περιμένει μήπως εμφανιστεί κανείς. Διάβαζε και που και που κοιτούσε κλεφτά γύρω της.
«Σ’ αγαπώ» άκουσε μια ψιθυριστή φωνή δίπλα στο αυτί της.
Η Μυρτώ γύρισε και κοίταξε. Ήταν εκείνος. Αγνώριστος. Είχε αδυνατήσει πολύ και τα μάγουλά του είχαν μπει μέσα. το χρώμα του δέρματός του ήταν ωχρό.
«Είσαι καλά;» ανησύχησε η Μυρτώ.
«Σ’ αγαπώ» επέμεινε εκείνος.
«Κι εγώ, αλλά…»
«Δεν υπάρχει αλλά. Με άλλαξες. Με έκανες να σκέφτομαι μόνο εσένα. Κάθε μέρα ερχόμουν εδώ. Δεν μου είχες πει που έμενες και το κινητό μου το έχασα εκείνη τη μέρα που φύγαμε τρέχοντας. Κάθε μέρα περιμένω να φανείς στις 8. Μα εσύ χάθηκες.»
«Φοβήθηκα»
«Έχεις δίκιο.»
«Τώρα;»
«Τώρα τι;»
«Ξέμπλεξες;»
«Ναι, φοβήθηκα κι εγώ ξέρεις. Δεν υπάρχει δικαιολογία, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να βγάζω εύκολα χρήματα στην ηλικία μου. συγχώρεσέ με που σε έμπλεξα σε αυτό»
«Δεν πειράζει. Αρκεί που είσαι εδώ.»
«Θες να κάνουμε ένα τσιγάρο;»
«Το κοψα, Νίκο. Ούτε να το μυρίσω.»
Ο Νίκος άναψε ένα τσιγάρο και χαμήλωσε το βλέμμα του.
«Ξέρεις, θα φύγω. Με περιμένει ο θείος μου στην Αμερική να μείνω μαζί του. Θα τελειώσε εκεί το σχολείο.»
«Αυτό σημαίνει πως εμείς οι δύο τελειώσαμε»
Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν και έμειναν έτσι για πολλή ώρα. Την φιλούσε και δεν ξεκολλούσε το σώμα τους από το δικό της. η καρδιά τους χτυπούσε συγχρονισμένα και γρήγορα. Τα μάγουλα της Μυρτούς ήταν μούσκεμα και δεν έκανε καν την κίνηση να τα σκουπίσει. Δεν την ένοιαζε. Δεν ήθελε να τον αφησεί.
Ο Νίκος έκανε ένα βήμα πίσω. Την κοίταξε στα μάτια και της σκούπισε τα δάκρυα.
«Θα επιστρέψω για σένα. Σου το υπόσχομαι» της χάιδεψε τρυφερά το χέρι σαν να θέλει να την πείσει πως το εννοεί.
«Λόγια» αντέδρασε εκείνη χαμογελώντας από αβεβαιότητα.
«Θα επιστρέψω» τη φίλησε στο μέτωπο και απομακρύνθηκε.
Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει μέχρι που νύχτωσε. Και έμεινε μόνη και πάλι, όπως πάντα. Μόνη.

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...