Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

«Οι δράκοι των ονείρων μας»


Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και έτρεξε με φόρα στο παράθυρο. Όχι, ο κήπος της δεν ήταν καλυμμένος με ένα πορφυρό στρώμα χαλικιών, ούτε ξάπλωναν πάνω τρεις δράκοι. Το ζωηρό πρόσωπό της χλόμιασε. Ήθελε τόσο πολύ να έβγαιναν αληθινά τα όνειρά της. Ήταν τόσο ζωντανά και όμορφα, που η Μαρκέλλα κάθε πρωί ξυπνούσε με την ίδια λαχτάρα –τα όνειρά της να μετατρέπονταν σε πραγματικότητα. Πάντα η ίδια απογοήτευση. Ειδικά, όταν η μητέρα της της φώναξε πως σε δέκα λεπτά πρέπει να είναι έτοιμη για το σχολείο, μαράζωσε. Σχολείο! Ποιος θα μπορούσε να πάει σχολείο μετά από τέτοια εμπειρία. Γιατί για εμπειρία πρόκειται.
Μόλις τα μάτια της έκλειναν κάθε βράδυ, συλλογιζόταν τα παραμύθια που της διάβαζε η γιαγιά της, λίγο πριν ταξιδέψει στον ουρανό. Έτσι της είχαν πει. Στον ύπνο της, όμως την ξανασυναντούσε και ήταν οι μόνες στιγμές που έβλεπε τον εαυτό της με ένα χαμόγελο που σχεδόν πονούσε τα μάγουλά της. Η γιαγιά της κατέβαινε από τον ουρανό πάνω στην πλάτη ενός δράκου και στεκόταν κάτω από το παράθυρό της. Την φώναζε τόσο δυνατά, που φοβόταν μήπως ξυπνούσαν οι γονείς της και δεν την άφηναν να βγει στο κήπο και να παίξει με τους δράκους. Έπειτα, με απόλυτη ησυχία άνοιγε τα παράθυρό της και γλιστρούσε πάνω στη ράχη του Κάλιου του Καρδινάλιου. Έτσι είχε ονομάσει το δικό της δράκο, γιατί είχε μούσι και της θύμιζε γέρο σοφό άνθρωπο. Ο δράκος της γιαγιάς της λεγόταν Νούλης ο Κοκκινούλης. Όχι επειδή ήταν κόκκινος, αλλά διότι δε μπορούσε να ελέγξει τη φωτιά που έβγαζε από το στόμα του και έκανε άθελά του το κήπο του σπιτιού να πυρακτώνει.  Ο τρίτος και μικρότερος δράκος ήταν πολύ ατσούμπαλος και ζωηρός. Της θύμιζε τον εαυτό της και γι’ αυτό τον είχε ονομάζει Φόζος ο Φασαριώζος. Μαζί του έπαιζε συνέχεια μέχρι να εξαντληθεί.
 Μετά από τέτοια κούραση πού καιρός για το σχολείο. Έβαλε τα ρούχα της με κινήσεις που σχεδόν φάνταζαν σαν τις επιτηδευμένα αργές σκηνές του κινηματογράφου. Άρπαξε την τσάντα της και κατέβηκε στην κουζίνα. Ήθελε να διηγηθεί στη μητέρα της τα παιχνίδια που έκανε με τους δράκους, αλλά πάλι δε θα την πίστευε και θα έλεγε πως απλά ήταν ένα όνειρο. Προτίμησε να μη μιλήσει και να περιμένει το σχολικό να κορνάρει και να τη βγάλει από το βάσανό της. Δεν άργησε να γίνει. Μόλις έφτασε στο σχολείο όλα της φαίνονταν βαρετά. Παιδιά που έλεγαν πως χτες έπαιξαν μπάλα και καυχιόντουσαν για τα γκολ τους, παιδιά που συζητούσαν για τα μαθήματα του σχολείου, παιδιά που φώναζαν και γελούσαν με ανόητα ανέκδοτα. Αν ζούσαν έστω και λίγο από αυτά που ζούσε εκείνη κάθε βράδυ, δε θα ασχολούνταν με τόσο ασήμαντα πράγματα. Ήξερε σε ποιον θα μιλούσε. Στη δασκάλα της. Αυτή πάντα την καταλάβαινε και της έλεγε την αλήθεια. Περίμενε υπομονετικά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα. Εντάξει, δεν ήταν υπομονετική. Τα πόδια της χόρευαν σε έναν απίστευτο ρυθμό και η καρδία της κόντευε να τρελαθεί από τους δυνατούς χτύπους. Προσπάθησε να ηρεμήσει, ζωγραφίζοντας ένα δράκο στο τετράδιό της. Η Μελίνα, που καθόταν δίπλα της, της είπε πως δεν υπάρχουν δράκοι και πως θα έπρεπε να ήταν αφελής αν πίστευε κάτι τέτοιο. Έκλεισε τα αυτιά της και έκανε πως δεν την άκουγε. Συνέχισε να ζωγραφίζει.

Η ώρα έφτασε και  πετάχτηκε από το θρανίο της. Η δασκάλα της χαμογέλασε. Ήξερε τι θα της έλεγε. Κάθισαν σε μια γωνία του προαυλίου και της τα διηγήθηκε όλα με τόσες λεπτομέρειες σα να μην της είχε ξαναπεί τίποτα γι’ αυτή την ιστορία. Ύστερα της είπε πως κανείς δε την πίστευε ακόμα. Η δασκάλα έπιασε από το χέρι τη Μαρκέλλα, την πήγε στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου και της έδωσε το παραμύθι «Οι δράκοι των ονείρων μας». Την κοίταξε με συνωμοτικό βλέμμα και της είπε: «Κι όμως υπάρχουν δράκοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...