Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

«…Όβερ»

     
                                         
Ο Κωστής, ο Γιάννης και ο Μανώλης ήταν έτοιμοι για μάχη. Βρίσκονταν ήδη μέσα στην αυλή του ύποπτου κτιρίου και έπρεπε να είναι προσεκτικοί.
 «Ελέγξτε όλη την περιοχή. Ρυθμίστε τα ρολόγια σας σύμφωνα με το δικό μου. Σε δέκα λεπτά να είστε πίσω» ψιθύρισε ο Γιάννης και τους έδειξε το εντυπωσιακό ρολόι του.
«Να έχετε στο νου σας τους ασυρμάτους» υπενθύμισε ο Μανώλης, μα πριν προλάβει να συνεχίσει να μιλάει, είδε ύποπτους ανθρώπους να πλησιάζουν.
 «Τρέξτε. Θα μας πιάσουν» φώναξε ο Κωστής.                                      
Οι πράκτορες διασκορπίστηκαν. Ο Κωστής κατευθύνθηκε στην πίσω πλευρά. Πήρε από το σακίδιό του το κράνος του και το φόρεσε. Δεν έπρεπε να τον δει κανείς. Έπεσε αμέσως στα γόνατα και σύρθηκε ανάμεσα στα παγκάκια. Έπιασε τον ασύρματο.
«Μοχθηρέ τίγρη και … Τι κωδικό όνομα έχει ο Μανώλης. Μοχθηρέ τίγρη και Μανώλη. Η περιοχή είναι καθαρή. Όβερ»
Ο Μανώλης έμεινε στην μπροστινή πλευρά για να κρατάει τσίλιες. Κρύφτηκε όμως πίσω από ένα θάμνο.
«Δυνατό πειρατή με λένε, Γρήγορο Κουνούπι. Ο μπροστινή πλευρά είναι γεμάτη με ύποπτα πλάσματα που γελάνε και κάνουν φασαρία. Δεν είναι ασφαλές εδώ. Είμαι κρυμμένος και δε μπορώ να βγω. Έχει και μύγες. Όβερ.»
Ο Γιάννης, ο πιο τολμηρός, προσπάθησε να προσεγγίσει την πόρτα του κτιρίου. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών για να μην τον καταλάβουν. Άκουσε ένα θόρυβο. Κόλλησε  το σώμα του πάνω στον τοίχο για να μην τον καταλάβουν. Από μακριά είδε γίγαντες να πλησιάζουν.
«Με λαμβάνετε; Πρέπει να απομακρυνθούμε αμέσως. Ο στόχος εντοπίστηκε μέσα στο κτίριο. Είναι επικίνδυνα για μας εδώ. Πρέπει να βγούμε αμέσως από την αυλή όσο προλαβαίνουμε. Νομίζω πως κατουρήθηκα πάνω μου. Γρήγορα στο σημείο συνάντησης. Όβερ!» είπε βιαστικά ο Γιάννης.
Οι τρεις πράκτορες έτρεξαν γρήγορα εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει την αποστολή. Λίγο πριν συναντηθούν ένας θόρυβος τους τάραξε. Ήταν ένα περίεργο κουδούνι που τους πόνεσε τα αυτιά.
«Κωστή, Γιάννη, Μανώλη; Ακόμα δεν άρχισε το σχολείο και ξεκινήσατε τις σκανδαλιές;» φώναξε η δασκάλα τους, η Μαίρη.
«Εμείς…» σιγομουρμούρισαν οι τρεις φίλοι με κατεβασμένα τα μούτρα.
«Μην αγχώνεστε. Ελάτε να πούμε την προσευχή. Σήμερα που είναι η πρώτη μέρα στο σχολείο σας έχω μια μεγάλη έκπληξη!»
«Ναι!» φώναξαν με μια φωνή και έτρεξαν στη γραμμή με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους.

Μια νέα σχολική χρονιά τους περίμενε με νέες περιπέτειες και πολλές πολλές αποστολές. 

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

"Ο Λαβύρινθος"






Οι κανόνες ήταν σαφείς. Είχα μόνο μία ώρα για να βγω από το λαβύρινθο. Πως είχα βρεθεί εκεί μέσα; Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να πέφτω για ύπνο. Και να τώρα που βρισκόμουν εκεί, χωρίς κανέναν. Φώναξα «βοήθεια», αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ο αντίλαλός μου. Τεράστιοι τοίχοι υψώνονταν γύρω μου. Τοίχοι καλυμμένοι με αναρριχώμενα φυτά. Που να ήταν άραγε η έξοδος; Άρχισα να τρέχω. Ήμουν αρκετά ψύχραιμος, σα να μην βρισκόμουν εγώ εκεί. Σα να έπαιζα ένα βιντεοπαιχνίδι και έπρεπε να σώσω τον ήρωα μου. Έτρεχα δεξιά και αριστερά. Ήξερα πως θα τα κατάφερνα. Είχα μια απροσδόκητη αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Σύντομα έπεσα πάνω σε έναν από τους τοίχους. Τα κλαδιά των φυτών τύλιξαν το σώμα του. Τότε ήταν που για πρώτη φορά ένιωσα τους παλμούς της καρδιάς μου να αυξάνονται. Αιωρούμουν. Τα φυτά με είχαν σηκώσει πολύ ψηλά. Δεν έπρεπε να κοιτάξω κάτω, γιατί θα ζαλιζόμουν. Θα πάθαινα κρίση πανικού, σαν τότε στο Λούνα Παρκ. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ελευθερώσω τα χέρια μου με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Μόλις τα κατάφερα, άρπαξα ένα ξερό κλαδί από το φυτό και το έμπηξα στη ζωντανή του σάρκα. Για λίγα δευτερόλεπτα το φυτό ξεσφίχτηκε από πάνω μου και εγώ βρήκα την ευκαιρία να πηδήξω στο έδαφος. Έτρεξα για να σωθώ. Δεν έπρεπε να με αρπάξει ξανά. Από δω και πέρα έπρεπε να προσέχω τους τοίχους. Έστριψα αριστερά στο πρώτο διάδρομο που βρήκα και βρέθηκα σε αδιέξοδο. Τα πόδια μου λύγισαν και έπεσα στο έδαφος. Δεν ήμουν τόσο δυνατός όσο νόμιζα. Είχα λυγίσει. Τα δάκρυα έπεφταν στο έδαφος, χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω.
Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου ένας μικρός δράκος. Αν και έπρεπε να τρομάξω, ήταν τόσο χαριτωμένος, που κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να τον πλησιάσω. Κάτι μου θύμιζε. Είχα διαβάσει, όταν ήμουν μικρός, πολλά βιβλία για δράκους και αυτός εδώ ήταν γνώριμος. Άνοιξε το στόμα του και έβγαλε λίγο νερό. Αμέσως θυμήθηκα. Ήταν δράκος του νερού. Ήταν από τους πιο φοβερούς. Με μια του κίνηση μπορούσε να βγάλει τόσο νερό από το στόμα του όσο μια λίμνη. Έπρεπε να τρέξω μακριά του, χωρίς να τον νευριάσω. Αλλά ο φόβος που με κατέκλυσε, με έκανε να βγάλω μια κραυγή. Ο δράκος αντέδρασε και πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να ρίξει νερό. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να τρέξω όσο γρηγορότερα μπορούσα. Το νερό άρχισε να ξεχύνεται. Έτρεχα, μα εκείνο με ακολουθούσε. Λίγο ακόμα και θα με έφτανε και τότε θα πνιγόμουν. Ήταν τέτοια η ορμή του, που δε θα κατάφερνα να κολυμπήσω. Ένα γεράκι πέρασε από πάνω μου και του σφύριξα. Εκείνο με είδε και κατέβηκε πιο χαμηλά. Ήταν επικίνδυνο αυτό που έκανα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Θα με γράπωνε και κάποια στιγμή θα κατάφερνα να ελευθερωθώ από τα νύχια του. Έτσι κι έγινε. Με γράπωσε και άρχισε να πετάει ψηλά. Το μάτια μου θόλωσαν και το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Προσπάθησα να αναπνεύσω, μα ήταν σαν κάποιος να είχε κλέψει όλον τον αέρα. Έκλεισα τα μάτια. Αυτό ίσως να βοηθούσε. Δεν έπρεπε να κοιτάξω κάτω.
Το γεράκι ξάφνου με άφησε από τα πόδια του και άρχισα να πέφτω πίσω στον λαβύρινθο. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί, αλλά έπρεπε να βρω τρόπο να προσγειωθώ, χωρίς να χτυπήσω. Πλησίαζα έναν τοίχο με φυτά. Δεν έπρεπε να πέσω πάνω του. Θα με άρπαζαν πάλι τα φυτά και δε θα μπορούσα να ξεφύγω. Όμως, ο τοίχος που έπεσα εξαφανίστηκε και έπεσα σε μια τεράστια λακκούβα, που οδηγούσε σε μια σπηλιά. Εκεί υπήρχαν πολλοί διάδρομοι, σα λαβύρινθος και πάλι. Μόνο που υπήρχαν ταμπέλες. Ένα κρύο αεράκι με διαπέρασε και το δέρμα μου ανατρίχιασε. Φοβόμουν, αλλά δεν ήθελα  να το παραδεχτώ ούτε στον εαυτό μου. Η πρώτη ταμπέλα έλεγε «Έξοδος», μα μόλις την ακούμπησα εξαφανίστηκε. Η δεύτερη έλεγε «Παράδεισος», μα μόλις την ακούμπησα, άλλαξε γράμματα και έγραφε «Κόλαση». Η τρίτη και τελευταία έλεγε «Βασίλειο» και μόλις την κοίταξα, άστραψε. Ακολούθησα εκείνο το μονοπάτι, που στο βάθος φαινόταν φως.

Λίγα λεπτά αργότερα είχα βρεθεί σε μια πεδιάδα. Πίσω μου βρισκόταν ο λαβύρινθος. Επιτέλους τα είχα καταφέρει να βγω. Δεν ήξερα, όμως, που βρισκόμουν. Φώναξα δυνατά, μήπως κάποιος με άκουγε. Ένας ηλικιωμένος κύριος με παράξενα ρούχα με πλησίασε και μου είπε με γέρικη φωνή: «Συγχαρητήρια, τα κατάφερες, νεαρέ μου. Πέρασες όλες τις δοκιμασίες και πήρες σωστές αποφάσεις. Εσύ, λοιπόν, θα είσαι ο διάδοχός μου στο βασίλειό μου.» Τον κοίταξα με απορία. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Είχα τόσες απορίες, μα δε μπορούσα να αρθρώσω ούτε λέξη. Με κοίταξε και μου χτύπησε ελαφρά το χέρι του στην πλάτη μου. «Θα στα εξηγήσω όλα μόλις φτάσουμε στο παλάτι. Μα πριν απ΄ όλα, θα ήθελα να σου πω πως όλα όσα ζεις είναι πραγματικότητα. Εσύ θα είσαι ο επόμενος βασιλιάς και θα σταθείς αντάξιός μου. Είμαι ο βασιλιάς Αρθούρος». Μπήκαμε στο παλάτι και ανατρίχιασα από δέος όταν πάτησα εκείνο το φοβερό χαλί. Ένιωσα πως θα γίνουν πολλά σπουδαία πράγματα εκεί. Πάτησα γερά πάνω στο χαλί και το κοίταξα βουρκωμένος. Ήταν κόκκινο με μπλε, κίτρινα και άσπρα τετράγωνα. Εγώ προτίμησα να σταθώ στο κόκκινο τετράγωνο. Εκείνο μου άρμοζε.

"Πλάτανος"


Η Μαρία σηκώθηκε εκείνη τη μέρα με μια ηρεμία, που ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε. Είχε αποκοιμηθεί πάνω στο σπασμένο ξύλινο τραπέζι στο οποίο γράφανε προκηρύξεις με τον πατέρα της, τον Αβραάμ. Δεν ήξερε πως είχε γίνει αυτό. Είχε κατέβει χθες κρυφά για να συνεχίσει το έργο του πατέρα της, μα τα μάτια της είχαν βαρύνει. Το χέρι της έτρεμε. Όχι από φόβο μην τους πιάσουν. Για φόβο μην χάσει τον πατέρα της. Όσο κι αν της υποσχόταν πως δε θα έφευγε ποτέ από δίπλα της, εκείνη μόνο και στην ιδέα τρομοκρατούταν. Και το προηγούμενο βράδυ πριν την καληνυχτίσει το ίδιο της είχε υποσχεθεί. Δεν ήταν σίγουρη. Για πρώτη φορά το χαμόγελο της δε μπορούσε να ξεπροβάλει. Δεν ήταν ανώριμη και αθώα, όπως τα άλλα κορίτσια. Ήξερε τι συνέβαινε γύρω της. Ίσως να τους έπαιρναν και κείνους μια μέρα και να τους στοιβάζανε σε αυτά τα τρένα, που κάποτε λάτρευε να ακούει τον ήχο τους. Ήταν Εβραία. Κάποτε αυτό φάνταζε στα αυτιά της πολύ θετικό, αλλά τώρα την είχαν κάνει να πιστέψει πως ήταν κατάρα. Σε τι υστερούσε από τους άλλους; Γιατί να αξίζει να πεθάνει;
Με βιαστικές κινήσεις ανέβηκε στην κουζίνα. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν. Έπρεπε να φάει κάτι. Το μάτι της κουζίνας ήταν ανοιχτό και η ρεβιθόσουπα έβραζε. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και η κουρτίνα άτσαλα ήταν παραδομένη στις διαθέσεις του ανέμου. Μια απόλυτη ησυχία πλανιόταν έξω και αυτό την τρόμαξε. Ούτε το κλάμα του μικρού της αδερφού άκουγε. Φόρεσε το πανωφόρι που της είχε ράψει η γιαγιά της, πριν τους αφήσει μια και καλή και ετοιμάστηκε να βγει έξω. Μα ένας δυνατός κρότος την έκανε να πισωπατήσει και να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Το κορμί της παλλόταν και στα αυτιά της ηχούσε ο κρότος. Με προσοχή ξεπρόβαλε και κοίταξε πέρα την πλατεία. Εκεί που μόνο η κορυφή του πλατάνου φαινόταν από το παραθύρι της. Καπνοί κάλυπταν την ατμόσφαιρα και δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Άλλος ένα κρότος έκανε τη Μαρία να πεταχτεί έξω από το σπίτι. Τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών ήταν ερμητικά κλειστά και κανείς δε κυκλοφορούσε. Το βλέμμα της πήγαινε δεξιά και αριστερά ψάχνοντας απαντήσεις.
Μόλις έφτασε στη γωνία στο μπακάλικο του κυρ Αντρέα, που καμιά φορά τον βοηθούσε με τις ελάχιστες ιατρικές της γνώσεις, αντιμετώπισε το χειρότερό της εφιάλτη. Ο πλάτανος του χωριού, που είχε περάσει τόσα πολλά, βρισκόταν παραδομένος στις φλόγες. Πίσω του στέκονταν εκεί σε μια γραμμή όρθιοι όσοι Εβραίοι του χωριού είχαν απομείνει έκλαιγαν σα μικρά παιδιά. Ακόμη και ο πατέρας της. Τρεις Γερμανοί στρατιώτες τους σημάδευαν με όπλα. Έκανε να προχωρήσει, να πεταχτεί μπροστά τους και να τους εμποδίσει, μα τα πόδια της είχαν κολλήσει στο έδαφος. Ούτε να φωνάξει μπορούσε. Άκουγε το κλάμα του αδερφού της και η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια μπροστά στο θέαμα. Δε μπορούσε. «Να προσέχεις» ακούστηκε σπαρακτική η φωνή του πατέρα της και σα να την κοίταξε. Για τελευταία φορά. Μέχρι να ακουστούν συνεχόμενοι ήχοι. Ήχοι πυροβολισμών. Είδε την οικογένειά της να πέφτει χάμω μαζί με τους πιο αγαπημένους της φίλους. Είδε το αίμα να κυλά στις πλάκες της πλατείας και σπίθες από τον πλάτανο να πετάγονται στα άψυχα κορμιά. Εικόνες φρίκης που δε μπόρεσε να εμποδίσει. Οι Γερμανοί τους πλησίασαν και τους έφτυσαν. Ύστερα γέλασαν με την ψυχή τους και η ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία ένιωσε το μίσος μέσα της. Δάκρυα έπεφταν δίχως να τα ελέγχει. Δίχως θόρυβο.
Μόλις εκείνοι οι απαίσιοι έφυγαν πήγε κοντά στους δικούς της. Και τότε ακούστηκε. Θρήνησε με όλη της τη δύναμη. Το σώμα της σπάραζε πάνω στα νεκρά κορμιά τους μέχρι που άκουσε τον αδερφό της να κλαίει. Ήταν ζωντανός. Τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έσφιξε με μια δύναμη που ούτε η ίδια θυμόταν μετά από χρόνια που την είχε βρει.
Έπεσε στα γόνατα και φώναξε: «Λυπήσου μας». Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το σπίτι και το μικρό της αδερφό στην αγκαλιά. Δεν έκλαιγε πια. Δεν έπρεπε. Ίσως κάποια μέρα να ξαναγεννιόταν ο πλάτανος. Ίσως. Μα τίποτα δε θα ήταν ίδιο.


Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...