Οι κανόνες ήταν σαφείς. Είχα μόνο μία ώρα για να
βγω από το λαβύρινθο. Πως είχα βρεθεί εκεί μέσα; Το τελευταίο πράγμα που
θυμόμουν ήταν να πέφτω για ύπνο. Και να τώρα που βρισκόμουν εκεί, χωρίς
κανέναν. Φώναξα «βοήθεια», αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ο αντίλαλός μου.
Τεράστιοι τοίχοι υψώνονταν γύρω μου. Τοίχοι καλυμμένοι με αναρριχώμενα φυτά.
Που να ήταν άραγε η έξοδος; Άρχισα να τρέχω. Ήμουν αρκετά ψύχραιμος, σα να μην
βρισκόμουν εγώ εκεί. Σα να έπαιζα ένα βιντεοπαιχνίδι και έπρεπε να σώσω τον
ήρωα μου. Έτρεχα δεξιά και αριστερά. Ήξερα πως θα τα κατάφερνα. Είχα μια
απροσδόκητη αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Σύντομα έπεσα πάνω σε έναν από τους τοίχους. Τα
κλαδιά των φυτών τύλιξαν το σώμα του. Τότε ήταν που για πρώτη φορά ένιωσα τους
παλμούς της καρδιάς μου να αυξάνονται. Αιωρούμουν. Τα φυτά με είχαν σηκώσει
πολύ ψηλά. Δεν έπρεπε να κοιτάξω κάτω, γιατί θα ζαλιζόμουν. Θα πάθαινα κρίση
πανικού, σαν τότε στο Λούνα Παρκ. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ελευθερώσω
τα χέρια μου με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Μόλις τα κατάφερα, άρπαξα ένα
ξερό κλαδί από το φυτό και το έμπηξα στη ζωντανή του σάρκα. Για λίγα
δευτερόλεπτα το φυτό ξεσφίχτηκε από πάνω μου και εγώ βρήκα την ευκαιρία να
πηδήξω στο έδαφος. Έτρεξα για να σωθώ. Δεν έπρεπε να με αρπάξει ξανά. Από δω
και πέρα έπρεπε να προσέχω τους τοίχους. Έστριψα αριστερά στο πρώτο διάδρομο
που βρήκα και βρέθηκα σε αδιέξοδο. Τα πόδια μου λύγισαν και έπεσα στο έδαφος.
Δεν ήμουν τόσο δυνατός όσο νόμιζα. Είχα λυγίσει. Τα δάκρυα έπεφταν στο έδαφος,
χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω.

Το γεράκι ξάφνου με άφησε από τα πόδια του και
άρχισα να πέφτω πίσω στον λαβύρινθο. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί, αλλά έπρεπε
να βρω τρόπο να προσγειωθώ, χωρίς να χτυπήσω. Πλησίαζα έναν τοίχο με φυτά. Δεν έπρεπε
να πέσω πάνω του. Θα με άρπαζαν πάλι τα φυτά και δε θα μπορούσα να ξεφύγω.
Όμως, ο τοίχος που έπεσα εξαφανίστηκε και έπεσα σε μια τεράστια λακκούβα, που
οδηγούσε σε μια σπηλιά. Εκεί υπήρχαν πολλοί διάδρομοι, σα λαβύρινθος και πάλι.
Μόνο που υπήρχαν ταμπέλες. Ένα κρύο αεράκι με διαπέρασε και το δέρμα μου
ανατρίχιασε. Φοβόμουν, αλλά δεν ήθελα να
το παραδεχτώ ούτε στον εαυτό μου. Η πρώτη ταμπέλα έλεγε «Έξοδος», μα μόλις την
ακούμπησα εξαφανίστηκε. Η δεύτερη έλεγε «Παράδεισος», μα μόλις την ακούμπησα,
άλλαξε γράμματα και έγραφε «Κόλαση». Η τρίτη και τελευταία έλεγε «Βασίλειο» και
μόλις την κοίταξα, άστραψε. Ακολούθησα εκείνο το μονοπάτι, που στο βάθος
φαινόταν φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου