Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

"Ο Λαβύρινθος"






Οι κανόνες ήταν σαφείς. Είχα μόνο μία ώρα για να βγω από το λαβύρινθο. Πως είχα βρεθεί εκεί μέσα; Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να πέφτω για ύπνο. Και να τώρα που βρισκόμουν εκεί, χωρίς κανέναν. Φώναξα «βοήθεια», αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ο αντίλαλός μου. Τεράστιοι τοίχοι υψώνονταν γύρω μου. Τοίχοι καλυμμένοι με αναρριχώμενα φυτά. Που να ήταν άραγε η έξοδος; Άρχισα να τρέχω. Ήμουν αρκετά ψύχραιμος, σα να μην βρισκόμουν εγώ εκεί. Σα να έπαιζα ένα βιντεοπαιχνίδι και έπρεπε να σώσω τον ήρωα μου. Έτρεχα δεξιά και αριστερά. Ήξερα πως θα τα κατάφερνα. Είχα μια απροσδόκητη αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Σύντομα έπεσα πάνω σε έναν από τους τοίχους. Τα κλαδιά των φυτών τύλιξαν το σώμα του. Τότε ήταν που για πρώτη φορά ένιωσα τους παλμούς της καρδιάς μου να αυξάνονται. Αιωρούμουν. Τα φυτά με είχαν σηκώσει πολύ ψηλά. Δεν έπρεπε να κοιτάξω κάτω, γιατί θα ζαλιζόμουν. Θα πάθαινα κρίση πανικού, σαν τότε στο Λούνα Παρκ. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ελευθερώσω τα χέρια μου με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Μόλις τα κατάφερα, άρπαξα ένα ξερό κλαδί από το φυτό και το έμπηξα στη ζωντανή του σάρκα. Για λίγα δευτερόλεπτα το φυτό ξεσφίχτηκε από πάνω μου και εγώ βρήκα την ευκαιρία να πηδήξω στο έδαφος. Έτρεξα για να σωθώ. Δεν έπρεπε να με αρπάξει ξανά. Από δω και πέρα έπρεπε να προσέχω τους τοίχους. Έστριψα αριστερά στο πρώτο διάδρομο που βρήκα και βρέθηκα σε αδιέξοδο. Τα πόδια μου λύγισαν και έπεσα στο έδαφος. Δεν ήμουν τόσο δυνατός όσο νόμιζα. Είχα λυγίσει. Τα δάκρυα έπεφταν στο έδαφος, χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω.
Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου ένας μικρός δράκος. Αν και έπρεπε να τρομάξω, ήταν τόσο χαριτωμένος, που κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να τον πλησιάσω. Κάτι μου θύμιζε. Είχα διαβάσει, όταν ήμουν μικρός, πολλά βιβλία για δράκους και αυτός εδώ ήταν γνώριμος. Άνοιξε το στόμα του και έβγαλε λίγο νερό. Αμέσως θυμήθηκα. Ήταν δράκος του νερού. Ήταν από τους πιο φοβερούς. Με μια του κίνηση μπορούσε να βγάλει τόσο νερό από το στόμα του όσο μια λίμνη. Έπρεπε να τρέξω μακριά του, χωρίς να τον νευριάσω. Αλλά ο φόβος που με κατέκλυσε, με έκανε να βγάλω μια κραυγή. Ο δράκος αντέδρασε και πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να ρίξει νερό. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να τρέξω όσο γρηγορότερα μπορούσα. Το νερό άρχισε να ξεχύνεται. Έτρεχα, μα εκείνο με ακολουθούσε. Λίγο ακόμα και θα με έφτανε και τότε θα πνιγόμουν. Ήταν τέτοια η ορμή του, που δε θα κατάφερνα να κολυμπήσω. Ένα γεράκι πέρασε από πάνω μου και του σφύριξα. Εκείνο με είδε και κατέβηκε πιο χαμηλά. Ήταν επικίνδυνο αυτό που έκανα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Θα με γράπωνε και κάποια στιγμή θα κατάφερνα να ελευθερωθώ από τα νύχια του. Έτσι κι έγινε. Με γράπωσε και άρχισε να πετάει ψηλά. Το μάτια μου θόλωσαν και το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Προσπάθησα να αναπνεύσω, μα ήταν σαν κάποιος να είχε κλέψει όλον τον αέρα. Έκλεισα τα μάτια. Αυτό ίσως να βοηθούσε. Δεν έπρεπε να κοιτάξω κάτω.
Το γεράκι ξάφνου με άφησε από τα πόδια του και άρχισα να πέφτω πίσω στον λαβύρινθο. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί, αλλά έπρεπε να βρω τρόπο να προσγειωθώ, χωρίς να χτυπήσω. Πλησίαζα έναν τοίχο με φυτά. Δεν έπρεπε να πέσω πάνω του. Θα με άρπαζαν πάλι τα φυτά και δε θα μπορούσα να ξεφύγω. Όμως, ο τοίχος που έπεσα εξαφανίστηκε και έπεσα σε μια τεράστια λακκούβα, που οδηγούσε σε μια σπηλιά. Εκεί υπήρχαν πολλοί διάδρομοι, σα λαβύρινθος και πάλι. Μόνο που υπήρχαν ταμπέλες. Ένα κρύο αεράκι με διαπέρασε και το δέρμα μου ανατρίχιασε. Φοβόμουν, αλλά δεν ήθελα  να το παραδεχτώ ούτε στον εαυτό μου. Η πρώτη ταμπέλα έλεγε «Έξοδος», μα μόλις την ακούμπησα εξαφανίστηκε. Η δεύτερη έλεγε «Παράδεισος», μα μόλις την ακούμπησα, άλλαξε γράμματα και έγραφε «Κόλαση». Η τρίτη και τελευταία έλεγε «Βασίλειο» και μόλις την κοίταξα, άστραψε. Ακολούθησα εκείνο το μονοπάτι, που στο βάθος φαινόταν φως.

Λίγα λεπτά αργότερα είχα βρεθεί σε μια πεδιάδα. Πίσω μου βρισκόταν ο λαβύρινθος. Επιτέλους τα είχα καταφέρει να βγω. Δεν ήξερα, όμως, που βρισκόμουν. Φώναξα δυνατά, μήπως κάποιος με άκουγε. Ένας ηλικιωμένος κύριος με παράξενα ρούχα με πλησίασε και μου είπε με γέρικη φωνή: «Συγχαρητήρια, τα κατάφερες, νεαρέ μου. Πέρασες όλες τις δοκιμασίες και πήρες σωστές αποφάσεις. Εσύ, λοιπόν, θα είσαι ο διάδοχός μου στο βασίλειό μου.» Τον κοίταξα με απορία. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Είχα τόσες απορίες, μα δε μπορούσα να αρθρώσω ούτε λέξη. Με κοίταξε και μου χτύπησε ελαφρά το χέρι του στην πλάτη μου. «Θα στα εξηγήσω όλα μόλις φτάσουμε στο παλάτι. Μα πριν απ΄ όλα, θα ήθελα να σου πω πως όλα όσα ζεις είναι πραγματικότητα. Εσύ θα είσαι ο επόμενος βασιλιάς και θα σταθείς αντάξιός μου. Είμαι ο βασιλιάς Αρθούρος». Μπήκαμε στο παλάτι και ανατρίχιασα από δέος όταν πάτησα εκείνο το φοβερό χαλί. Ένιωσα πως θα γίνουν πολλά σπουδαία πράγματα εκεί. Πάτησα γερά πάνω στο χαλί και το κοίταξα βουρκωμένος. Ήταν κόκκινο με μπλε, κίτρινα και άσπρα τετράγωνα. Εγώ προτίμησα να σταθώ στο κόκκινο τετράγωνο. Εκείνο μου άρμοζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...