Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Χορεύοντας με τις σκιές





Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Σκιές φαίνονταν  να περνούν σαν αερικά μέσα στην ατμόσφαιρα Τα δωμάτια φωτίζονταν από τις αστραπές εκείνης της νύχτας. Η Κατερίνα και η Σοφία κοιμόντουσαν στα κρεβάτια τους αμέριμνες, ενώ το κρεβάτι του Κωστή ήταν άδειο. Σαν υπνοβάτης περιφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν να κυνηγούσε κάτι. Έτρεχε, κατέβαινε τις σκάλες και σκόνταφτε σε διάφορα αντικείμενα. Μια σκιά τον πλησίασε. Η ανάσα του άρχισε να στερεύει. Η σκιά σχεδόν κόλλησε πάνω στο σώμα του και ετοιμάστηκε να τον πνίξει. Ο Κωστής γούρλωσε τα μάτια του και ξύπνησε.
Βρέθηκε  ιδρωμένος στο κρεβάτι του να λαχανιάζει. Άνοιξε  τα φώτα και έριξε  στο πρόσωπό του νερό από το ποτήρι που ήταν στο κομοδίνο. Η Κατερίνα και η Σοφία γιατί ξύπνησαν; Δεν έκανε θόρυβο, ούτε φώναξε. μπήκαν στο δωμάτιο φοβισμένες κρατώντας ένα κηροπήγιο και ένα βάζο. Στη θέα τους ο Κωστής γέλασε για λίγο ξεχνώντας τον απαίσιο εφιάλτη και όταν είδε πως κι εκείνες ήταν τρομαγμένες, τις κοίταξε με απορία. Είχαν φοβηθεί. Από το δωμάτιο του Κωστή ακούγονταν ουρλιακτά, σύρσιμο ποδιών και μετακίνηση αντικειμένων. Υπέθεσαν πως θα υπνοβατούσε και πως είδε κάποιο περίεργο εφιάλτη. Ο Κωστής δεν ήθελε να τις τρομάξει και τις καθησύχασε πως όλα ήταν καλά. Μα δεν ήταν. Το λεπτό που έμεινε μόνος του, τον κυρίευσε πανικός. Ήταν τόσο ανατριχιαστικό όνειρο που νόμιζε πως ήταν πραγματικότητα όλα όσα είχε δει, ακούσει και νιώσει. Η παγωμένη ανάσα της σκιάς δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό του. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι.
Οι τρεις τους είχαν πρόσφατα μετακομίσει σε εκείνο το σπίτι στα βόρεια προάστια. Το είχε αγοράσει η μητέρα της Κατερίνας για να μπορεί να μένει εκείνη όσο θα σπούδαζε στην Αθήνα. Είχε βρει μάλιστα από την πρώτη μέρα τη Σοφία και τον Κωστή και τους παρακάλεσε να μείνουν μαζί στο σπίτι και να μοιραστούν τα έξοδα, μιας και η ίδια ψιλοφοβόταν να μείνει μόνη της. άλλωστε το σπίτι ήταν μεγάλο και ο καθένας θα είχε από ένα δωμάτιο. Οι μέρες κυλούσαν αρμονικά μέχρι που ο Κωστής άρχισε να φέρεται περίεργα τα βράδια. Τα κορίτσια φοβόντουσαν, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Στην αρχή σκέφτηκαν να τον διώξουν από το σπίτι για να βρουν την ησυχία τους, αλλά κανένα αγόρι από την παρέα της σχολής δεν συμφωνούσε να μείνει μαζί τους. Άλλωστε ο Κωστής ήταν τόσο καλό παιδί. Τις βοηθούσε πάντα σε ό, τι ήθελαν, τις συμβούλευε και τους μαγείρευε. Έτσι η ιδέα αυτή σιγά σιγά έφυγε από το μυαλό τους. Εκείνο το βράδυ όμως τα ουρλιακτά θα γίνονταν ακόμα πιο δυνατά.
Η ταινία που είχαν βάλει στην τηλεόραση ήταν τρομακτική. Φαντάσματα, φόνοι και ένα σωρό άλλα που τα κορίτσια δεν άντεχαν να δουν. Έτσι την έκλεισαν και πήγαν για ύπνο. Μία ώρα μετά από το δωμάτιο του Κωστή ακούστησε ένα σπάσιμο ενός βάζου. Τα κορίτσια ξύπνησαν και πήγαν να δουν τι συνέβαινε. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Το φως του δωματίου του φαινόταν από την χαράδρα της πόρτας να αναβοσβήνει. Σύρσιμο στο πάτωμα. Κι άλλο βάζο σπασμένο. Τα παραθυρόφυλλα ακούγονταν να χτυπάνε στο άγριο άγγιγμα του αέρα, ο οποίος σφύριζε με ένα παράξενο τρόπο. Προσπάθησαν να δουν από την κλειδαρότρυπα, αλλά ήταν σαν κάποιος να την είχε βουλώσει. Ο Κωστής ούρλιαξε τόσο δυνατά, που οι δύο τους έπεσαν κάτω στο πάτωμα του διαδρόμου. Η Σοφία έτρεξε να καλέσει την αστυνομία, όμως η Κατερίνα την σταμάτησε.
«Αν μάθει η μάνα μου για όλα αυτά θα με πάρει από εδώ. Μην μπλέκεις την αστυνομία» ψιθύρισε με τα χείλη της να χτυπούν νευρικά το ένα με το άλλο.
Η Σοφία άφησε το τηλέφωνο και άρχισε να κλαίει. Η Κατερίνα την πήρε αγκαλιά. Ο Κωστής συνέχισε να ουρλιάζει και τα κορίτσια άρχισαν να χτυπούν την πόρτα δυνατά. Τότε η πόρτα ξεκλείδωσε και μια σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και με ένα βλέμμα είχαν συνεννοηθεί. Άνοιξαν την πόρτα αργά αργά και είδαν τον Κωστή ξαπλωμένο να κοιτάει το ταβάνι με ανοιχτά τα μάτια.
«Κωστή;» τόλμησε να πει η Κατερίνα.
«Κορίτσια, φοβάμαι. Είδα πάλι αυτόν τον απαίσιο εφιάλτη. Σκιές ήθελαν να με πνίξουν. Με άγγιζαν, με κορόιδευαν» τόλμησε να πει ο Κωστής χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του.
«Μας κοροιδεύεις έτσι; είδες ότι φοβηθήκαμε με το θρίλερ και άρχισες τις χαζομάρες;» γκρίνιαξε η Σοφία.
«Όχι, αλήθεια!»
«Ναι, σηκώθηκες, ούρλιαζες μόνος σου, χτυπούσες τα παράθυρα επίτηδες… Ωραία πλάκα! Πάμε, Κατερίνα».
Η Σοφία τράβηξε από το χέρι την Κατερίνα και χάθηκαν στον σκοτεινό διάδρομο. Όμως ο Κωστής δεν είχε πια όρεξη να κοιμηθεί. Μα ούτε πλάκα έκανε. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Από τη στιγμή που είχε έρθει σε εκείνο το σπίτι έβλεπε όλο περίεργα όνειρα. κάτι έπρεπε να κάνει.
Το επόμενο πρωί αποφάσισε να μιλήσει στη γειτόνισσά τους, την κυρία Γκάρντνερ, μια αγγλίδα κυρία εξήντα πέντε χρονών που έμενα χρόνια εκεί. Χτύπησε το κουδούνι της και εκείνη τον υποδέχτηκε με δισταγμό. Του πρόσφερε αχνιστό τσάι λεμόνι και του έδωσε τους τετράγωνους κύβους ζάχαρης για να προσθέσει μόνος του.
«Ποιος ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του σπιτιού, κυρία Γκάρντνερ;» είπε αμέσως ο Κωστής που δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο.
«Τι σε ενδιαφέρει;» απάντησε και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Συμβαίνουν παράξενα πράγματα..» ξεκίνησε να λέει και της τα αφηγήθηκε όλα.
Εκείνη με διακριτικό τρόπο τον έδιωξε από το σπίτι. Αυτό κίνησε την περιέργεια του Κωστή. Έτσι, έκανε μια επίσκεψη από το μανάβικο, αλλά για κακή του τύχη είχε ανοίξει πρόσφατα και δεν γνώριζαν τίποτα. Η τελευταία του ελπίδα ήταν η γιαγιά της Νικολέτας. Κάθε φορά που είχαν μάθημα στη σχολή του έλεγε πως η γιαγιά της είναι κουτσομπόλα και ξέρει όλα τα κουτσομπολιά των Βορείων Προαστίων. Ένα τηλέφωνο και σε λίγο λεπτά βρισκόταν μαζί με τη Νικολέτα στο σαλόνι της υπέροχης κυρίας Ρίτας.
Και φυσικά και γνώριζε ποιος έμενε σε εκείνο το σπίτι. Ήταν ο πασίγνωστος μανιακός δολοφόνος των Τεχνών, όπως ονομάστηκε. Ο Στέφανος Ανδρεόπουλος.
Ο Κωστής και η Νικολέτα είχαν σοκαριστεί. Ο Κωστής ένιωθε τους παλμούς του να ανεβαίνουν και άρπαξε ασυναίσθητα το χέρι της Νικολέτας.
«Ήταν Νοέμβριος πριν δύο χρόνια όταν ακούσαμε για την εξαφάνιση της πρώτης κοπέλας. Όλοι είχαμε ανησυχήσει. Η κόρη μου τότε ήταν μικρή και ξέρετε παιδιά μου, είναι δύσκολο να προστατέψεις τα παιδιά σου τέτοια εποχή. Δεν την άφηνα να βγαίνει. Η πρώτη κοπέλα ήταν μουσικός, η δεύτερη ζωγράφος, η τρίτη ηθοποιός και η τέταρτη γλύπτρια. Υπήρχε μοτίβο, όπως έλεγαν τότε στην τηλεόραση. Κάποιος τα είχε βάλει με τις τέχνες. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες. Μόνο ότι τον συνέλαβαν τον Ιανουάριο τη μέρα της γιορτής της κόρης μου. Πάλι καλά. Δεν ξέρετε πως φοβόμουν μην πάθει κάτι το κοριτσάκι μου».
«Γιατί τα έκανε όλα αυτά, γιαγιά;» ρώτησε με αγωνία η Νικολέτα και άφησε το χέρι του Κωστή που πλέον την πονούσε.
«Εκδίκηση. Άκουσα πως η μητέρα του ήταν καλλιτέχνιδα. Την μισούσε που πάντα τον παρατούσε για τις παραστάσεις της. Δεν ξέρω παραπάνω.» είπε και ήπιε μια γουλιά από τον βαρύ ελληνικό καφέ της.
Ο Κωστής την ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι. Του είχε βαλθεί μια ιδέα στο μυαλό και έτρεξε στο αρχείο της βιβλιοθήκης της σχολής του. Έψαξε τις εφημερίδες εκείνης της εποχής και όλα μπήκαν σε μια σειρά στο μυαλό του. Ήξερε ποια είναι η μητέρα του. Προχώρησε στο αρχείο και βρήκε τη σύλληψη του. Είχαν βρει στο υπόγειο του σπιτιού τα θύματα κρεμασμένα σε μια ντουλάπα και στον τοίχο έγραφε τη λέξη «Πουτάνα». Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γυρίσει σε εκείνο το σπίτι, αλλά έπρεπε να πει την αλήθεια στα κορίτσια. Έτρεξε σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ήδη πολύ αργά όταν έφτασε. Η Σοφία και η Κατερίνα ήδη κοιμόντουσαν και το σπίτι είχε μια απερίγραπτη σιωπή. Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Δεν ήθελε καν να κάτσει σε εκείνο το σπίτι. Ξάπλωσε στον καναπέ και ανάγκασε τον εαυτό του να μην κοιμηθεί. Δεν άντεχε να δει κι άλλη μέρα εκείνες τις σκιές που τώρα ήξερε τα ονόματά τους. Ίσως δεν άντεχαν να νιώθουν έναν άντρα στο σπίτι. Ίσως νόμιζαν πως ήταν εκείνος ο απαίσιος δολοφόνος τους.
                                         
Ο Κωστής προσπάθησε πολύ. Σηκώθηκε και ήπιε μια γουλιά από το χυμό του, που φυλούσε στο ψυγείο. Δεν ήξερε ότι τα κορίτσια του είχαν βάλει μέσα ηρεμηστικό για να κοιμηθεί και να μην τις ενοχλήσει ξανά. Τα βλέφαρά του βάραιναν. Λίγο πριν τα κλείσει ένιωσε την ατμόσφαιρα παγωμένη. Ένα άγγιγμα τον ταρακούνησε και με αργά βήματα σηκώθηκε σαν υπνοβάτης από τον καναπέ. Περπάτησε προς την πόρτα του υπογείου και άνοιξε το φως. Κατέβηκε αργά κάτω και ακούστηκε μια μελωδία πιάνου να συντροφεύει την ανατριχίλα της βραδιάς. Οι σκιές αέρινες χόρευαν και μόλις τον είδαν σταμάτησαν και με αργές κινήσεις τον περικύκλωσαν. Τον οδήγησαν προς ένα σκαμνάκι. Πάνω του κρεμόταν μια θηλιά. Ο Κωστής την πήρε και την τοποθέτησε στο λαιμό του. άρχιζε να φωνάζει βοήθεια, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Το πιάνο ακούστηκε δυνατά. Το φως τρεμόπαιξε για λίγο και οι σκιές φαίνονταν σαν να προσπαθούσαν να κλωτσήσουν το σκαμνί. Ένα βάζο ακούστηκε και πάλι να σπάει. Το σκαμνί πετάχτηκε στην άκρη. Η θηλιά δέθηκε γύρω από το λαιμό του και προσπάθησε να πάρει ανάσα. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ένιωσε να ξυπνάει, αλλά να μην μπορεί να αντιδράσει. Έβαλε τα χέρια του στο σχοινί και προσπάθησε να ελευθερώσει το λαιμό του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια. 
Η πόρτα του υπογείου άνοιξαν. Οι σκιές εξαφανίστηκαν και τα κορίτσια έτρεξαν με κηροπήγια στα χέρια. Πανικοβλήθηκαν όταν είδαν τον Κωστή κρεμασμένο. Τα πόδια του κουνιόντουσαν ελαφρά μπρος πίσω. Η Σοφία άρχισε να ουρλιάζει και η Κατερίνα προσπάθησε να τον ξεκρεμάσει βάζοντας το σκαμνάκι κάτω από τα πόδια του. Με μια σκάλα ανέβηκε και έκοψε το σκοινί από το ταβάνι. Η Σοφία άνοιξε το φως και είδε τη λέξη «Πουτάνα» γραμμένη με αίμα στον τοίχο. Ο Κωστής σωριάστηκε στο πάτωμα και άρχισε να πνίγεται και να βήχει. Ψέλισσε μόνο το όνομα «Γκάρντνερ» και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν. Όλοι μαζί βρέθηκαν να χτυπούν το κουδούνι της γειτόνισσάς τους που γούρλωσε τα μάτια όταν τους είδε. Την είχαν ξυπνήσει και δε φαινόταν πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Όταν της εξήγησαν τι είχε συμβεί, εκείνη τους τα διηγήθηκε όλα. Εκείνη ήταν η μητέρα του Στέφανου. Δεν άντεχε στην ιδέα πως ο γιος της είχε κάνει τέτοιο έγκλημα. Ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τις σκιές, καθώς είχε μελετήσει βαθιά το θέμα. Κανένας ιδιοκτήτης δεν καθόταν στο σπίτι. Όλοι μιλούσαν για εκείνες τις σκιές που έρχονταν στο ύπνο των αντρών. Πήρε μαζί της το βιολί της και είπε στα κορίτσια το σχέδιο. Έβαλαν τον Κωστή να κοιμηθεί στο σαλόνι του σπιτιού και περίμεναν. Όταν ο Κωστής άρχιζε να ουρλιάζει και να βλέπει τις σκιές να τον πλησιάζουν και πάλι, η κυρία Γκάρντνερ ξεκίνησε να παίζει βιολί. Τα κορίτσια χόρευαν στο ρυθμό της μελωδίας. Ο Κωστής έβλεπε τις σκιές να μαλακώνουν και να χορεύουν κι εκείνες. Ύστερα πιάστηκαν όλες μαζί και ξεκίνησαν να φεύγουν έξω από το σπίτι.
Οι εικόνες έγιναν θολές για τον Κωστή. Ξύπνησε το επόμενο πρωί και είδε τέσσερα ζεύγη ματιών να τον κοιτούν. Τα είχαν καταφέρει. Η κυρία Γκάρντνερ πίστευε πως αν έδιναν στις σκιές αυτό που ήθελαν θα έφευγαν. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά το σχέδιο είχε πετύχει και ο Κωστής ήταν καλά. Πράγματι οι επόμενες μέρες που πέρασαν ήταν ήσυχες. Τα παιδιά είχαν επιστρέψει στη ρουτίνα τους. Ο Κωστής έπινε κάθε μέρα καφέ με την κυρία Γκάρντνερ και άρχισε να μαθαίνει βιολί. Η Σοφία έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα και η Κατερίνα συνέχισε να δίνει αναφορές στη μαμά της για το πώς τα πήγαινε στη σχολή, χωρίς να της αναφέρει τίποτα από όσα είχαν συμβεί. Όμως εκείνο το πρωί του Σαββάτου, δύο βδομάδες μετά, η κυρία Γκάρντνερ χτύπησε ανήσυχη το κουδούνι του σπιτιού τους.
«Ο γιός μου δραπέτευσε» κλαψούρισε και κοίταξε τα παιδιά με αγωνία.
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πίσω από τα δέντρα ακούστηκε ένα θρόισμα περίεργο. Βήματα πάνω στο γεμάτο φύλλα χώμα έσπασε την ηρεμία της ατμόσφαιρας. Ο Κωστής ένιωσε και πάλι ένα κρύο ρίγος να τον διαπερνά. Δεν θα τελείωνε εύκολα η υπόθεση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...