Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Χωρίς επιστροφή...


Η Χάνα είχε κρεμαστεί από παράθυρό της. Ήταν η ώρα που τα παιδιά σχολούσαν από τα σχολεία και περνούσαν για να πάνε στα σπίτια της. Εκείνης της είχαν απαγορέψει να πηγαίνει στο σχολείο. Είχε κρεμάσει την ποδιά της μπροστά από την ντουλάπα και την κοιτούσε με νοσταλγία. Μπορεί να μην ήταν από τις καλές μαθήτριες και να παραπονιόταν διαρκώς για τη δεσποινίς Ειρήνη που ήταν αυστηρή, αλλά της έλειπε πολύ. Και πιο πολύ η αγαπημένη της φίλη, η Κατερίνα. Είχε να την δει από εκείνη τη φρικτή μέρα που ο διευθυντής εισέβαλε στο μάθημα της γεωγραφίας και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της δασκάλας της. ύστερα εκείνη τη διέταξε να μαζέψει τη σάκα της και να πάει σπίτι.
Στα κάγκελα την περίμενε ο πατέρας της, ο Αβρααμ. Στο δρόμο για το σπίτι όλο ήθελε να ρωτήσει γιατί έπρεπε να τη διώξουν, όμως το λυπημένο πρόσωπο του πατέρα της την απέτρεψε. Από εκείνη τη μέρα δεν της μιλούσε καμία συμμαθήτριά της. Την κοιτούσαν με απέχθεια και η Χάνα δεν καταλάβαινε. Μόνο η Κατερίνα την είχε πλησιάσει κάτω από το παραθύρι της και της είπε πως κάποιος Χίτλερ, ένας κακός, απαγόρευε σε πολλά παιδιά να πάνε σχολείο. Η Χάνα ήξερε πως είναι διαφορετική. Αλλά νόμιζε πάντα πως ήταν κάτι καλό να είσαι Εβραίος.
Ξαφνικά όλοι γύρισαν εναντίον της και το έβλεπε μέρα με τη μέρα. Ένα πρωινό ο μπαμπάς της έφυγε για τη δουλειά. Ύστερα από μία ώρα γύρισε και πάλι σπίτι.
«Δε θα ξαναπάω» μουρμούρισε με κατεβασμένο το κεφάλι στη Σάρα τη μητέρα της και η Χάνα κρυφάκουσε.
Η Σάρα υπάκουη του έβαλε να φάει ένα πιάτο ρεβίθια. Παλιά τα ρεβίθια ήταν πιο νόστιμα. Τώρα ήταν ένα νερόζουμο που η Χάνα σιχαινόταν. Το έτρωγε όλο όμως για να μη δυσαρεστήσει τη μαμά της. καταλάβαινε πως τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα για εκείνους. Εκείνο το βράδυ κρυφάκουσε και πάλι τους δικούς της.
«Η αδερφή μου είπε πως πρέπει να πάμε στην Αγγλία. Τα πράγματα στην Ευρώπη δεν πάνε καλά. Τους μαζεύουν σε στρατόπεδα, λέει» ψιθύρισε η Σάρα για να μην ακούσει η κόρη της.
«Εδώ είναι όλη μας η ζωή, αγάπη μου»
«Ποια ζωή; Σε απέλυσαν από τη βιομηχανία, η Χάνα δεν πάει σχολείο και σήμερα δε μας έδωσαν δελτίο για ψωμί. Πως θα ζήσουμε;» έβαλε τα κλάματα.
«Έχει ο θεός. Θα ψάξω αλλού δουλειά» απάντησε ο Αβρααμ.
«Δε θα συμφωνήσεις, αλλά θα πάει στην Ερριέτα να ζητήσω δουλειά» είπε και ο άντρας της κούνησε το κεφάλι λυπημένος.
Ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν και δεν ήθελε να δουλεύει η γυναίκα του, κάτι έπρεπε να γίνει. Την επόμενη μέρα η Χάνα χωρι΄ς να πει τίποτα βγήκε από το παράθυρό της και έκανε μια βόλτα. Έφτασε ως την Πλατεία Αριστοτέλους, ένιωσε τον αέρα της γλυκιάς της θάλασσας. Τα πόδια της όμως την οδήγησαν έξω από το παλιό γνώριμο σχολείο. Σε δέκα λεπτά θα σχολούσαν τα παιδιά και ήθελε να δει την Κατερίνα. Ο διευθυντής του σχολείου την είδε από το γραφείο του και βγήκε έξω.
«Δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ. Μας μολύνεις το σχολείο» είπε και τα λόγια του ήταν μαχαιριά στην μικρή καρδιά της.
Χώθηκε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε κρυφά. Μόλις αντίκρισε την Κατερίνα, την μόνη της ελπίδα, βιάστηκε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη έκανε πως δεν την είδε. Την σκούντηξε στο ώμο.
«Οι γονείς μου μου απαγορεύουν να σου μιλάω. Δεν θέλω, αλλά…»
Τα πόδια της Χάνας άρχισαν να τρέμουν. Τι είχε κάνει και κανείς δεν την ήθελε; Τι έφταιγε που γεννήθηκε Εβραία; Ο γυρισμός στο σπίτι ήταν δύσκολος. Ένιωθε ένα βάρος μέσα της και δεν ήξερε πως θα αντίκριζε τη μητέρα της. θα είχε καταλάβει σίγουρα την απουσία της. Λίγα στενά πιο κάτω αντίκρισε έναν ζητιάνο, που είχε το χέρι του αναποδογυρισμένο και ζητούσε από τους περαστικούς. Αμέσως μια ιδέα της βάλθηκε στο μυαλό. Κάθισε σε μια γωνιά και έκανε ό, τι έκανε και κείνος. Της φάνηκε πως πέρασε μια μέρα ολόκληρη που καθόταν εκεί κι όμως μόνο ένα κέρμα είχε πέσει. Ένα κέρμα από έναν ηλικιωμένο κύριο με περίεργα γυαλιά. Περπατούσε στο δρόμο με ένα μπαστούνι.
Μόλις είδε έναν άντρα ψηλό με στρατιωτική στολή να μιλάει δυνατά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε σηκώθηκε και το βαλε στα πόδια.
Είχε νύχτώσει όταν μπήκε από το παράθυρό της στο σπίτι. Βγήκε στην κουζίνα και είδε τους γονείς της σκυφτούς στο τραπέζι. Αυτή τη φορά είχε σούπα με κρεμμύδι. Ούτε που είχαν καταλάβει την απουσία της ή μάλλον ούτε που έδωσαν σημασία στην παρουσία της στο σαλόνι. Η Σάρα σχεδόν μηχανικά σηκώθηκε και της έβαλε ένα πιάτο φαί.
«Αν πουλήσω τα αργόχειρα της μαμάς μου;» έσπασε τη σιωπή η Σάρα.
«Είμαστε Εβραίοι, Σάρα. Είμαστε εβραίοι. Κανείς δε θα τα πάρει, να πάρει η ευχή» φώναξε με μια αλλόκοτη δύναμη ο πατέρας της και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Η Σάρα βάλθηκε να κλαίει βουβά, αλλά η Χάνα δεν ήξερε ποιον έπρεπε να ηρεμήσει. Αν μπορούσε δηλαδή. Γιατί κι η ίδια δεν είχε δύναμη να στηρίξει κανέναν. Ήθελε όμως. Ειδικά τη μαμά της που σπάνια την έβλεπε να χάνει το χαμόγελό της. Πριν έρθουν οι γερμανοί στην Ελλάδα, συνήθιζε πάντα να της λέει «Ό, τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό, μπιζελάκι μου. Να το θυμάσαι» και με τα χέρια της προσπαθούσε να κάνει τα χείλη της μικρής να χαμογελούν. Τώρα που ήταν αυτή η μαμά; Ποιος της είχε στερήσει το δικαίωμα να χαμογελάει;
***
Ήταν Δευτέρα πρωί. Η Χάνα σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβατάκι της. Χάιδεψε τη σχολική της ποδιά και μελαγχόλησε. Δεν υπήρχε λόγος να ξυπνάει. Δεν είχε σχολείο και δεν μπορούσε καν να φάει πρωινό. Το γάλα και  οι φέτες με ψωμί και μαρμελάδα είχε αντικατασταθεί με βραστό νερό. Η Σάρα καθόταν στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και έκλαιγε. Η Χάνα την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκέινη δε σάλεψε. Σα μαριονέτα αφημένη κοιτούσε το κενό. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο μπαμπάς της.
«Μας απαγόρεψαν και την έξοδο από τη χώρα. Και να θέλαμε να πάμε στην Αγγλιά δε γίνεται. Σάρα, μήπως πρέπει να κρυφτούμε;» της είπε σε ένα τόνο περιέργως γλυκό.
Η Σάρα όμως δεν κουνήθηκε και πάλι.
«Να μου πεις ποιος θα μας κρύψει;» γέλασε πικραμένος.
Η μέρα κύλησε χωρίς κανείς να μιλάει. Η Χάνα για πρώτη φορά μαγείρεψε. Είχε δει πολλές φορές τη μαμά της να το κάνει, αλλά δεν το είχε προσπαθήσει. Η κοιλιά της γουργούριζε όπως κάθε στιγμή της μέρας και έπρεπε να κάνει κάτι, γιατί η μαμά της ήταν σαν άγαλμα στο ίδιο σημείο. Μόλις ακούμπησε τα πιάτα με τη σούπα, η Σάρα έδωσε σημεία ζωής.
«Θα μας πάρουν και εμάς;»
«Δε γίνονται αυτά στην Ελλάδα. Δεν μπορεί. Θα πέσει ο Χίτλερ σύντομα θα δεις. Όλα θα γίνουν όπως πριν» την καθησύχασε.
«Θα μας πάρουν» συνέχισε απτόητη.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και χτύπησε η πόρτα δυνατά. Μια φράση ακούστηκε στα γερμανικά και μια στα ελληνικά. «Ανοίξτε». Ύστερα δύο άντρες μπήκαν μέσα και χωρίς να ρωτήσουν άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι. Ο ένας πήρε ένα κόσμημα της μαμάς.
«Οι εβραίοι δεν αξίζουν να έχουν τίποτα πολύτιμο» είπε ο Έλληνας και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Ήρθαν και την επόμενη μέρα. Η πόρτα χτύπησε πιο δυνατά και ο Αβραάμ άνοιξε. Εκείνη τη μέρα όμως τους εμπόδισε. Ο Γερμανός κάτι μουρμούρισε και ο Ελληνας μας είπε να βάλουμε μερικά πράγματα σε μια βαλίτσα. Θα μας πήγαιναν σε ένα ασφαλές μέρος με το τρένο. Ο Αβραάμ όμως δεν πίστεψε τα δήθεν ευγενικά λόγια τους. Η Σάρα άρχισε να κλαίει βουβά.
«Δεν πάμε πουθενά. Εδώ είναι το σπίτι μας» είπε σοβαρά ο Αβραάμ.
Ο Γερμανός γύρισε το όπλο του και τον βάρεσε στο πόδι.
«Ό, τι και να κάνετε, δε φεύγουμε» συμπλήρωσε πιάνοντας το πόδι μου για να σταματήσει την αιμοραγία.
Η Σάρα άρχισε να κλαίει δυνατά και η Χάνα κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Γερμανός άρχισε να φωνάζει στα γερμανικά και ο Έλληνας τους προειδοποίησε πως έχουν μια ώρα να φτιάξουν τη βαλίτσα, αλλιώς θα είχαν κακά ξεμπερδέματα. Η Σάρα σήκωσε τον άντρα της και τον παρακάλεσε να ηρεμήσει. Ο Αβραάμ όμως βρήκε ευκαιρία και έδωσε μια μπουνιά στον γερμανό. Εκείνος χωρίς οίκτος τράβηξε την σκανδάλη και τον πυροβόλησε. Αυτή τη φορά στην καρδιά. Ο Αβραάμ έπεσε κάτω αναίσθητος. Η Σάρα και η Χάνα έτρεξαν δίπλα του και σπάραξαν. Με την απειλή του όπλου τις διέταξαν να απομακρυνθούν και να φτιάξουν τη βαλίτσα. Υπάκουσαν.
Η Χάνα έβαλε μέσα και τη σχολική της ποδιά. Ήξερε πως δε θα της χρειαζόταν, αλλά ήξερε πως ό, τι και να έπαιρναν μαζί τους ήταν μάταιο. Άλλωστε τίποτα δε θα χρησιμοποιούσαν. Σε λίγα λεπτά μάνα και κόρη ήταν έτοιμες. Έτοιμες για ένα ταξίδι με τρένο με μια βαλίτσα στο χέρι. Ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίο

"Φεύγω για να φύγεις. Για να μην δω πως είναι να χάνεις. Σ' ευχαριστώ που μου έμαθες πως σπάω. Να προσέχεις..." Ήθελε ακ...